Ειλητή (η λύση της λυμένης), I

 

Όταν οι θεοί είδαν το πρόσωπό σου για πρώτη φορά οι γονείς σου δεν είχαν ακόμα γεννηθεί. Ωστόσο εκεί ήταν, κρεμασμένο πάνω στο δροσερό καθρέφτη του ποταμού. Κοπάδια από κυπρίνους το διέσχιζαν φτιάχνοντάς σου ρυτίδες. Δεν ήσουν καθόλου έτοιμος για αποχωρισμό από όλα αυτά, για δόντια και δέρμα, για μελανιές που κανένας άλλος δε μπορούσε να νιώσει. Χρονοτριβούσες στη θαυμάσια συντροφικότητα του νερού. Μια λιβελούλα σου φιλούσε τη μύτη. Κολυμπούσες λες και ο χρόνος είχε ελευθερωθεί από τη μνήμη. Στα βάθη του ποταμού, μέχρι και τα δάχτυλα των ποδιών μας τραγουδούσαν για σένα.