ασκήσεις πλαγιοφωνίας, Ι


Βύθισα το ρολόι στο γεμάτο ποτήρι και το ήπια μονορούφι.

Palma de mil pasos


σε ράχη ολόμαυρη, το χέρι της φυλλοβολεί.
Τζένη Μαστοράκη

Μια σκιά περπατάει αργά πάνω στην κόψη των χαλασμάτων. Η σκιά δεν έχει χέρια. Από το στόμα της ξεκινάει μια λεπτή γραμμή που τελειώνει στο λαιμό ενός σκύλου. Ο σκύλος προπορεύεται και την οδηγεί. Ένα στρογγυλό λευκό φως τονίζει το μαύρο περίγραμμα του συμπλέγματος που το σχήμα του μεταλλάσσεται συνέχεια από τις κινούμενες προεξοχές μαλλιών, ρούχων, αυτιών και μιας ουράς. Διασχίζουν με τελετουργικό ρυθμό το επικίνδυνο ύψος. Μοιάζουν με παλαίμαχους ισορροπιστές που προσπαθούν να ανακαλέσουν τα μοναδικά σωστά βήματα.

Γεννήθηκα χωρίς χέρια, με δύο μικρές αποφύσεις σάρκας εκεί που καταλήγουν οι ώμοι. Χρησιμοποιώ το στόμα και τα πόδια μου από μικρή με επιδεξιότητα. Ωστόσο, από την ηλικία που άρχισα να ξεχωρίζω τα πρόσωπα, ξεκίνησε και η παράξενη γοητεία που όλο και πιο έντονα μου ασκούσε το σωματικό μέλος που λέγεται παλάμη. Μαγνητιζόμουν από την ογκοπλασία της κάθε παλάμης, από την υφή του δέρματος ανάμεσα στις χαρακιές του εσωτερικού της, από τα πλοκάμια που έχει για να περιεργάζεται τον κόσμο, από τις χορογραφικές πιρουέτες που ζωγραφίζει στον αέρα όταν επικοινωνεί. Η πρώτη χειρονομία γνωριμίας που ακόμη ζητώ από κάποιον είναι να μου χαϊδέψει με την αριστερή του παλάμη περιμετρικά το πρόσωπο. Ίσως ανέκαθεν μου κινούσε τόσο ζωηρά το ενδιαφέρον ως κάτι εξωβιωματικό και ανέφικτο. Ίσως να είναι κάτι πιο περίπλοκο, μια ετεροτοπία πάνω στο σώμα μου, ένα φαντασματικό όργανο που αποκτά διαστάσεις και ιδιότητες απουσιάζοντας. Υπάρχουν νύχτες που κοιτάζομαι στον καθρέφτη και, ανάμεσα σε δύο διαδοχικά βλεφαρίσματα, αναγνωρίζω στην αντανάκλαση με βεβαιότητα χέρια με παλάμες να έχουν προσαρτηθεί στον κορμό μου. Σαστισμένη μετά δαγκώνω την άκρη από το λουρί του σκύλου και τον βγάζω βόλτα στα Κάστρα. Του αρέσει να διεισδύει στα πιο σκοτεινά στενά, να σκαρφαλώνει στα πιο απόκρημνα συντρίμμια του τείχους και να εξερευνά πού οδηγεί κάθε σκάλα που συναντάει. Τον ακολουθώ. Συχνά με ρωτάνε γιατί δε φοβάμαι και πώς τολμώ να περιδιαβαίνω σε μια τόσο έρημη περιοχή, μια τόσο μοναχική ώρα. «πώς είναι δυνατόν να φοβάμαι», τους απαντώ, «γνωρίζω αυτή την πόλη σαν την παλάμη του χεριού μου».

Δυσπρόφερτο


Στὸ σπίτι
χτὲς
καθὼς ἄνοιξα τὴ ντουλάπα ἔσβησε γίνηκε
σκόνη μ᾿ ὅλα τὰ ροῦχα της μαζὶ
τὰ πιάτα σπάζουν μόλις κανεὶς τ᾿ ἀγγίξει
φοβᾶμαι κι ἔχω κρύψει τὰ πηρούνια καὶ τὰ
μαχαίρια
Μ. Σαχτούρης, Ορυχείο

Το σπίτι μου είναι το σπίτι σου. Χωρίς να είμαι χαρτογράφος σκορπίζω ρύζι στους διαδρόμους για να καταφέρνω να βρίσκω τα δωμάτια. Χωρίς να είμαι διψασμένος τοποθετώ τη γυάλα με τα χρυσόψαρα πάνω στο μάτι της κουζίνας για να βράσω νερό για τσάι. Χώνω το πρόσωπό μου στις σελίδες των βιβλίων για να σκουπίσω τις σταγόνες που στάζουν παρότι με αηδιάζει η οσμή του χαρτιού. Ο κενός χώρος κάτω από το νιπτήρα ταυτίζεται με το αυτόν που καταλαμβάνει το σώμα μου όταν κουλουριάζεται οπότε κρύβομαι εκεί για ώρες αν και δεν έχω την ανάγκη να προστατευτώ από κάποιου είδους βροχή. Ακουμπάω την πλάτη μου στο κλειστό παράθυρο ώστε να δροσίζομαι και ταυτόχρονα άθελά μου απαρνιέμαι τον καθαρό αέρα. Στερεώνω άδεια συρτάρια το ένα πάνω στο άλλο και σκαρφαλώνοντας φτάνω μέχρι το ταβάνι αλλά δεν είμαι καθόλου καλός στις καταδύσεις. Περισσότερο από όλα με δυσκολεύουν τα μαχαιροπήρουνα. Τα επισκέπτομαι μια φορά τη μέρα και τα κοιτάζω διστακτικά.