Δυσπρόφερτο


Στὸ σπίτι
χτὲς
καθὼς ἄνοιξα τὴ ντουλάπα ἔσβησε γίνηκε
σκόνη μ᾿ ὅλα τὰ ροῦχα της μαζὶ
τὰ πιάτα σπάζουν μόλις κανεὶς τ᾿ ἀγγίξει
φοβᾶμαι κι ἔχω κρύψει τὰ πηρούνια καὶ τὰ
μαχαίρια
Μ. Σαχτούρης, Ορυχείο

Το σπίτι μου είναι το σπίτι σου. Χωρίς να είμαι χαρτογράφος σκορπίζω ρύζι στους διαδρόμους για να καταφέρνω να βρίσκω τα δωμάτια. Χωρίς να είμαι διψασμένος τοποθετώ τη γυάλα με τα χρυσόψαρα πάνω στο μάτι της κουζίνας για να βράσω νερό για τσάι. Χώνω το πρόσωπό μου στις σελίδες των βιβλίων για να σκουπίσω τις σταγόνες που στάζουν παρότι με αηδιάζει η οσμή του χαρτιού. Ο κενός χώρος κάτω από το νιπτήρα ταυτίζεται με το αυτόν που καταλαμβάνει το σώμα μου όταν κουλουριάζεται οπότε κρύβομαι εκεί για ώρες αν και δεν έχω την ανάγκη να προστατευτώ από κάποιου είδους βροχή. Ακουμπάω την πλάτη μου στο κλειστό παράθυρο ώστε να δροσίζομαι και ταυτόχρονα άθελά μου απαρνιέμαι τον καθαρό αέρα. Στερεώνω άδεια συρτάρια το ένα πάνω στο άλλο και σκαρφαλώνοντας φτάνω μέχρι το ταβάνι αλλά δεν είμαι καθόλου καλός στις καταδύσεις. Περισσότερο από όλα με δυσκολεύουν τα μαχαιροπήρουνα. Τα επισκέπτομαι μια φορά τη μέρα και τα κοιτάζω διστακτικά.