Μεσάνυχτα, η ώρα του αρουραίου



Σηκώνομαι νυχοπατώντας. Οι γοερές του κραυγές με έχουν ξυπνήσει απότομα. Ξεδιπλώνω το μεταξωτό κιμονό με τα ζωγραφισμένα μαύρα φύλλα του λωτού και το φοράω. Κλαίει σπαρακτικά δίνοντας την εντύπωση ότι υποφέρει από φριχτούς πόνους. Παρατηρώ αφηρημένη για λίγο το σεληνόφως καθώς εισβάλλει σαν ομίχλη από τις ξύλινες γρίλιες και εμποτίζει με γαλάζιες ανταύγειες το δωμάτιο. Ουρλιάζει διαπεραστικά δύο φορές κάτι ακατάληπτο κι έπειτα σωριάζεται κάτω σφαδάζοντας και συνεχίζοντας σιωπηλά, σχεδόν πνιχτά, τις οιμωγές του. Κάθομαι μπροστά στο στρογγυλό καθρέφτη και ανοίγω αργά, σχεδόν τελετουργικά, το φιλντισένιο βάζο της πούδρας. Εξακολουθεί να οδύρεται και πασχίζει να μου αποσπάσει το ενδιαφέρον γρονθοκοπώντας και κλοτσώντας ανήμπορα τα ξύλα του κλουβιού. Κλείνω το βάζο με την πούδρα και βουτάω στο κόκκινο το πιο λεπτό πινέλο για να στολίσω με μια ηδονοθηρική, διπλή καμπύλη το λευκό καμβά του προσώπου μου. Έχει ήδη εξουθενωθεί από την ακατάσχετη ροή δακρύων και τώρα αποπειράται να με προκαλέσει με τη μέθοδο της επιτηδευμένης αδιαφορίας. Σκουπίζω απαλά το πινέλο και το βυθίζω στο μαύρο για να σχηματίσω έπειτα προσεκτικά δύο λεπτές τέλεια στρογγυλεμένες γραμμές ψηλά στο μέτωπο. Απλώνει ικετευτικά το χέρι του έξω από τα κάγκελα και μετά βίας πλάθει με τα χείλη του τη λέξη "συγγνώμη", αλλά χωρίς καθόλου ήχο, φαίνεται να έχει απολέσει οριστικά τη λεκτική ικανότητα, επικοινωνεί πλέον μόνο με άναρθρα επιφωνήματα και σπασμούς. Στερεώνω με μια επιδέξια κίνηση ένα επάργυρο άνθος κερασιάς στη λαμπερό μαύρο κότσο μου. Με κοιτάζει εκστατικά με πρησμένα μάτια, ενώ ταυτόχρονα μπήγει ασυναίσθητα τα νύχια στα μπράτσα του, πεσμένος στα γόνατα. Απόψε θα βάλω το περιδέραιο από ίασπι και νεφρίτη- περιεργάζομαι τις αποστράπτουσες πέτρες του στο μισοσκόταδο και το τυλίγω γύρω από το λαιμό μου. Παρατείνει την αυτοτιμωρία του, δαγκώνοντας και ματώνοντας τώρα τα γόνατά του, στέλνοντας γεναιόδωρα προς το μέρος μου ματιές γεμάτες ήττα. Ρίχνω μερικές σταγόνες άρωμα ιβίσκου στο εσωτερικό των καρπών μου και στη σχισμή του στήθους, ενώ τα βλέφαρά μου βαραίνουν από την εκμαυλιστική του διάχυση στην ακίνητη νυχτερινή ατμόσφαιρα. Ξαπλωμένος ανάσκελα παριστάνει τώρα το νεκρό, ελπίζοντας ακόμα στην εκδήλωση του οίκτου μου. Δένω σφιχτά γύρω από τη μέση μου τη ζώνη με τα κεντημένα χρυσά αηδόνια. Ανοίγει ελάχιστα τα μάτια για να ελέγξει αν ασχολούμαι μαζί του και κουλουριάζεται απογοητευμένος στην πιο απόμακρη γωνία του κλουβιού. Αφιερώνω μια τελευταία σύντομη ονειροπόληση στην ενατένιση του κήπου με τις ιτιές μέσα από το ημιδιάφανο παράθυρο. Στυλώνει τα μάτια του πάνω μου και το πρόσωπό του συσπάται και παραμορφώνεται άγρια, μετατρέπεται ολόκληρο σε έναν γκροτέσκο μορφασμό, ενώ από το στόμα του χύνεται ένα πηχτό λευκό υγρό. Είμαι απόλυτα έτοιμη και οι τρεις συνθηματικοί χτύποι στο κουδούνι προαναγγέλουν τον πρώτο μου πελάτη για απόψε. Το γαλακτώδες υγρό αρχίζει να τον πνίγει, βήχει βίαια και ασταμάτητα, ωστόσο καταφέρνει εν τέλει να αρθρώσει καθαρά τη λέξη "βοήθεια". Καθώς κατευθύνομαι σεμνά χαμογελαστή προς την πόρτα, καταδέχομαι να του απευθύνω ένα στιγμιαίο αδιάφορο βλέμμα, λέγοντάς του συλλαβιστά: "Πατέρα, το κλουβί σου είναι ξεκλείδωτο".