Εν είδει σκοτίας (όσα μου εξομολογήθηκε ο Σ. Ρ. Δ.), #3


Το μοναστήρι έξω από το χωριό που γεννήθηκα έχει μόνο ένα κελί. Οι ορειβάτες στο δρόμο για τη χαράδρα το προσπερνούν σαν καλύβα βοσκού. Μικρός πληρωνόμουν σε αβγά ή σύκα από τους αγρότες για να σκαρφαλώνω μέχρι εκεί και να μεταφέρω μηνύματα και τάματα προς τον ηλικιωμένο μοναχό. Γύρω από τη σκήτη φύτρωναν κόκκινες αγκαθιές σφιχτά πλεγμένες μεταξύ τους. Έπρεπε να πάρω φόρα και να πηδήξω από πάνω τους για να εισβάλλω στο προαύλιο. Κάθε φορά που πλησίαζα, μια μυρωδιά με αναγούλιαζε και με ανάγκαζε να τρέχω ως την πόρτα κρατώντας την ανάσα μου. Χτυπούσα και μου άνοιγε κατευθείαν λες και με περίμενε. Φορούσε μια μάλλινη ζακέτα με μαύρα γυαλιστερά κουμπιά. Στο ένα χέρι κρατούσε πάντα μια τσάπα ενώ το άλλο ήταν κρυμμένο πίσω από την πλάτη του. Άρπαζε από τον ώμο μου την τσάντα με τα τάματα και μουρμούριζε κάτι λέξεις που ακούγονταν παλιές πριν νιώσω στο πρόσωπο το ρεύμα της πόρτας που κλείνει με πάταγο. Όταν μεγάλωσα σταμάτησα τα θελήματα και έγινα παραγιός σε έναν υφαντή. Μια μέρα ήρθε ο καλόγερος και μας παράγγειλε μαύρη ζακέτα από μαλλί. Έβγαλε από την τσέπη του ράσου δυο χούφτες μαύρες γυαλιστερές πέτρες που είχαν από δύο τρύπες η καθεμιά και ζήτησε να ράψουμε αυτές για κουμπιά. Το αφεντικό τις έκρυψε γρήγορα και δε με άφησε να δουλέψω για το ρούχο του γέροντα. Ποτέ δε ρώτησα για εκείνα τα κουμπιά. Ύστερα από χρόνια σκότωσα για πρώτη φορά λύκο. Η μύτη του ήταν μαύρη, γυαλιστερή με δύο τρύπες. Το μόνο που φύτρωσε εκεί που τον έθαψα ήταν μια κόκκινη αγκαθιά.