Ophelia Lacrymosa


Η πριγκίπισσα λέει: "Δακρύζουν τα δάχτυλά μου".
Ο γελωτοποιός του παλατιού ρωτάει γιατί.
Η πριγκίπισσα απαντάει: "Ο καιρός γύρω απ'την τελευταίο πανσέληνο με βάφτισε μ'αδράχτι".
Ο γελωτοποιός την περιεργάζεται με απορία.
Εκείνη συνεχίζει:"Ράγισε το δέρμα μου κι αφυδατώθηκε η γλάστρα με την τρυφερότητα, απότιστη μήνες..."
Ο γελωτοποιός δείχνει μπερδεμένος, αλλά εν τέλει λέει κοιτώντας την στα παπούτσια: "Θα καταλάβω λόγια σαν κι αυτά κάποτε ή ποτέ. Πάντως θυμάσαι τον εαυτό σου επειδή η θλίψη σ'αναγκάζει. Θέλω τόσο να μου πεις ότι κάνω λάθος..."
Η μεγαλειότητά της γνέφει όχι, χαμηλώνει τα μάτια και μετά τη φωνή: "Μια σειρήνα κάπου πολύ κοντά με καλεί σε παραίτηση". Λυγμοί κύματα συνεπαίρνουν τους ώμους της. "Πεθαίνω να ενδώσω". Το κεφάλι της ανάμεσα στις παλάμες κα δάκρυα στο παγωμένο πάτωμα. "Τώρα που εξατμίστηκαν τα μεθύσια και πόνεσαν τα πόδια μου απ'το χορό και τις υποκλίσεις, τώρα θέλω να καθρεφτιστώ γυμνή στη λίμνη, μόνο με το αληθινό μου όνομα: η ξεχασμένη της όμορφης τύχης".
Ο γελωτοποιός από την άλλη άκρη της σάλας ψιθυρίζει σα να ντρέπεται: "Κλαίω γιατί δεν έχω με τί να σου φτυαρίσω το χιόνι απ'το μαξιλάρι. Λυπάμαι που ούτε τ'όνειρο κατάφερε να σε κουμαντάρει. Αν ρώταγες τα σύννεφα...μόνο αυτά θα σ'έπαιρναν στα σοβαρά."
Η πριγκίπισσα σηκώνει άργά το βλέμμα: "Για τώρα θα κρατήσω τη σιωπή. Διστάζω απόψε να ζητιανέψω φαντασίες. Δε θα χτυπήσω πόρτα άλλη καμιά, εκτός κι αν χύνεται απ' τη χαραμάδα της σκοτάδι".

Κοιτάζω ένα γύρω το άδειο κελί μου. Τα βήματα του νυχτερινού φρουρού αντηχούν από μακρινό διάδρομο. Στη γωνία πεταμένο ένα πολύχρωμο καπέλο με κουδούνια κι ένα δαντελένιο ξέφτι. Έχει υγρασία και στο παράθυρο ψηλά φωλιάζει η πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου. Τα δευτερόλεπτα αποσύρονται γερασμένα στα ιδιαίτερά τους κολαστήρια. Φρεναπάτη η πιο άπιστή μου ερωμένη και η πιο ποθητή μου δόθηκε απόψε και μετά με βούλιαξε στον εαυτό μου. Κουλουριάζω τα χέρια γύρω απ'τα γόνατα. Λέω: εδώ θα κατοικήσω. Από καρδιάς στο πάτωμα.