Σειρήνες


Βλέπω το ταξίδι σαν έναν τρόπο για να υπάρχω. Τώρα πια σαν τον μόνο τρόπο. Δεν ταξιδεύω ποτέ συντροφικά. Εκτός κι αν θεωρηθεί συντροφιά το φυλαχτό μου, ένα πουγγί που περιέχει μια τούφα λευκές τρίχες. Κανείς ποτέ δε με ρώτησε πώς το απόκτησα ή τί μπορεί να συμβολίζει. Θα ερχόμουν σίγουρα σε δύσκολη θέση αν με καλούσαν να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση. Δεν αναπολώ συχνά το πρώτο μου ταξίδι. Η απόσταση που έπρεπε να διανύσω μέσα μου μέχρι να πάρω την απόφαση, ήταν πολλαπλάσια οποιασδήποτε φυσικής απόστασης μπορούσα να φανταστώ ότι θα κάλυπτα. Αφού λοιπόν επιτέλεσα τον σχεδόν υπερβατικό για τα μέτρα μου άθλο να απεμπλέξω την έννοια "ταξίδι" από τη μισητή μου έννοια "δράση", περίμενα την έλευση μιας χειμωνιάτικης νύχτας με πανσέληνο και, συνεπής στις προλήψεις μου, ξεκίνησα το δρόμο μου ανυπόδητη.

Στην αρχή, η πορεία μου ήταν ομαλή έως ανιαρή. Παρ'όλα αυτά, η αίσθηση της κίνησης των άκρων μου ενάντια στο χώρο και ταυτόχρονα μέσα στο χρόνο, μου έδινε μια αίσθηση άμεσου κορεσμού της επίμονης περιέργειάς μου σχετικά με το νόημα των εκάστοτε περιστάσεων. Την πρώτη νύχτα μου στο δρόμο, γνωρίστηκα με τις μεγαλοπρεπείς λάμπες της εθνικής οδού. Αυτά τα πανέμορφα πλάσματα, λειτούργησαν θυμάμαι τόσο καταπραϋντικά για το ευερέθιστο νευρικό μου σύστημα. Τόσο, που μου δίδαξαν αφιλοκερδώς μια μέθοδο ενύπνιου βαδίσματος, αποτελεσματική και αναγκαία για νεόκοπους εξτρεμιστές ταξιδιώτες, όπως αυτοχαρακτηριζόμουν ναρκισσευόμενη τότε. Έχοντας συντονίσει τα βήματά μου με τις κινήσεις των αστερισμών και σε ημι-συνειδητό πλέον επίπεδο, πορευόμουν στην άδεια νυχτερινή λεωφόρο συμμετέχοντας στο τοπίο της σα σημείο φυγής στην σχεδιαστικά υποδειγματική προοπτική της.

Κάπου ανάμεσα στις μικρές πρωινές ώρες, το αυτοϋπνωτισμένο μου περπάτημα διαταράχθηκε. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου έκαναν τη σιωπηλή τους εμφάνιση μια συστάδα κοντόκορμες σκιές. Κινούνταν παλινδρομικά και παρήγαγαν έναν ανεπαίσθητο αλλά πολύ διαπεραστικό βόμβο. Από την πρώτη στιγμή αισθάνθηκα να απειλούμαι από το αλλόκοτο ηχητικό τους εκτόπισμα και προσπάθησα να μην απαγκιστρωθώ από την αφοσίωσή στην πορεία μου. Ήταν επίπονο το να τις αγνοήσω και απείρως άβολο να προχωράω κλείνοντας με τις παλάμες τα αφτιά μου. Εξάλλου, η συχνότητα του εκπεμπόμενου ήχου κλιμακωνόταν αλλά και οι σβουροειδείς κινήσεις των υποφωτισμένων μορφών γίνονταν ολοένα παλμικότερες και πιο ηλεκτρισμένες. Με βαθιά επιφύλαξη -ανάμικτη με απορία σχετικά με την ακατανόητη καθυστέρηση της ανατολής εκείνο το πρωινό- τόλμησα να τις πλησιάσω. Διαπίστωσα με φρίκη ότι το λυκαυγές ευθυνόταν για τη μεταμόρφωσή τους σε σκιές. Από κοντά διέκρινα το συλφιδικό, αναδιπλωμένο κουφάρι τους. Από πιο κοντά, κατάλαβα ότι ήταν γυναίκες. Από ακόμα πιο κοντά, σχεδόν σε απόσταση ένωσης των χνώτων μας, αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για γριες καθισμένες οκλαδόν, ντυμένες με παιδικά φορέματα, γυαλισμένα μικροσκοπικά παππούτσια και κόκκινες κορδέλες να συγκρατούν τα ελάχιστα, μαραμένα άσπρα μαλλιά τους.

Με έκδηλα προσποιητό τρόπο, έδειξαν τρομοκρατημένες από την παρουσία μου και αντέδρασαν οξύνοντας το συριστικό τραγούδι τους σε βασανιστικό βαθμό. Παρατηρούσα τις παρενέργειές του στο σώμα μου να εξαπλώνονται ραγδαία. Η δύναμη της βαρύτητας μου έγινε δέκα φορές πιο αισθητή και έτσι αναγκάστηκα να σωριαστώ κάτω και να έρπω προσπαθώντας να απομακρυνθώ. Ενώ πάσχιζα να συρθώ πάνω στην τραχιά άσφαλτο, έβλεπα τα μαλλιά μου να πέφτουν ασταμάτητα και τα λίγα εναπομείναντα να χρωματίζονται γκρίζα. Προσπαθώντας να προφυλάξω τα γόνατά μου από το γδάρσιμο, παρατήρησα κατάπληκτη τον εαυτό μου να κατεβάζει το δαντελένιο στρίφωμα ενός κοριτσίστικου φορέματος. Η κόλαση ήταν δικιά μου.

Παραπαίοντας προσέγγισα την κοντινότερή μου γριά και άρχισα να αντιγράφω τις κυκλωτερείς κινήσεις της. Δεν τα κατάφερα και με κοίταξε επικριτικά. Συμφιλιωμένη με την κακοδαιμονία μου, την παρακάλεσα ξέπνοα να μου υπαγορεύσει τους στίχους του αυτιστικού τραγουδιού τους για να συμμετάσχω στην απαγγελία. Δίσταζε στην αρχή και με κοιτούσε αμφιταλαντευόμενη. Είχα αρχίσει να συνέρχομαι και να αναθερμαίνω τις αισθήσεις μου. Τελικά μου έκανε τη χάρη να αρθρώσει αργά, συλλαβιστά και σχεδόν ακκιζόμενη, αποκαλύπτοντάς μου τα γυμνά της ούλα: "Ταξιδέψτε, όλοι εσείς οι ανύπαρκτοι άνθρωποι. Μύωπες να πεθάνετε μπροστά στην πλήξη του διαρκώς καινούργιου". Ολοκληρώνοντας τα λόγια της, έσκυψε προς το μέρος μου και με φίλησε στο στόμα, ρουφώντας διψασμένα με τα ινώδη λεπτά της χείλη τα δικά μου. Αναγουλιάζοντας, τραβήχτηκα απότομα. Μια παλιρροϊκή αντίδραση αποστροφής κόχλαζε πίσω από τις συσπάσεις του προσώπου μου. Άρχισα να ξεσκίζω με μανία το μουχλιασμένο σατέν φουστανάκι και πέταξα κατά πάνω τους τα μαύρα λουστρίνια που είχα βρεθεί να φοράω. Οι γριές-παιδίσκες έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να με τιθασεύσουν και να προστατευτούν, με εκφοβιστικές οιμωγές και ελιγμούς του σκεβρωμένου κορμιού τους. Μάταια. Ήμουν τόσο ορμητική, που χίμηξα με λύσσα στην κοντινότερή μου πιάνοντάς την από τα μαλλιά και ξεριζώνοντάς σχεδόν όσα διέθετε το ρυτιδωμένο της κρανίο. Το πρόσωπό της παραμορφώθηκε άγρια από τον πόνο. Με άρπαξε βίαια με τα σκελετωμένα μακριά της δάχτυλα και με κοίταξε διαπεραστικά με δύο μάτια χωρίς ασπράδι. Έπειτα, ούρλιαξε στριγγά στο αφτί μου σε αποτρόπαια υψηλή τονικότητα την ίδια κατάρα: "Ταξιδέψτε, όλοι εσείς οι ανύπαρκτοι άνθρωποι. Μύωπες να πεθάνετε μπροστά στην πλήξη του διαρκώς καινούργιου". Μάλλον λιποθύμησα. Η ακριβώς επόμενη ανάμνησή μου, είναι ένα χαοτικό ξύπνημα καταμεσής της άδειας πυρωμένης λεωφόρου, με μια τούφα λευκές τρίχες κρατημένες σφιχτά από το αριστερό μου χέρι. Θα πρέπει να ακινητούσα ξαπλωμένη εκεί αρκετές ώρες χαζεύοντας τις ασημένιες ανταύγειες που δημιουργούσε η εναλλαγή του φωτός κατά μήκος των νεκρών μαλλιών που είχε οικειοποιηθεί με φυσικότητα η παλάμη μου.

Αυτό το ασημόγκριζο τρίχινο λάφυρο έχει πραγματική υπόσταση και ακόμα αποτελεί το φυλαχτό μου. Δυστυχώς, έξω από τη βαυκαλιστική φαντασία μου, δε μου δόθηκε ποτέ η ευκαρία να το αξιοποιήσω ως εργαλείο ταξιδιωτικού κομπασμού. Στο μέχρι εδώ ταξίδι μου, συνάντησα ελάχιστους ανθρώπους, με τους οποίους μάλιστα δε μπόρεσα να επικοινωνήσω.

Εκείνο το πρωινό στην άσφαλτο, είχα ξυπνήσει φτωχότερη κατά δύο αισθήσεις.

Ήμουν κουφή και τυφλή.

Έκτοτε, ταξιδεύω ανενόχλητη.