Μαρτυρία μιας κηπουρού πρόσφατα μυημένης στον ακούσιο αγνωστικισμό


Νομίζω ότι χτες βράδυ αντί για τσιγάρα, κάπνισα τα δάχτυλά μου. Δε μου έλειψαν καθόλου τα σπίρτα- είχα την καυτερή ανάσα της άδειας πόλης να γουργουρίζει στο σβέρκο μου κι ένα κακό προαίσθημα να ροκανίζει το μυαλό μου. Το ρίγος που με βρήκε σήμερα το πρωί, δε μπορεί παρά να οφείλεται στην εφημερίδα που κρεμασμένη με πληροφορούσε ότι η Αφοσίωση αποδήμησε πριν μερικές ώρες άρρωστη, ανήμπορη και φτωχή. Δεν είχε κάνει ποτέ στη ζωή της εξετάσεις και μικροβιολογικές αναλύσεις κι εκεί αποδίδεται το αιφνίδιο του γεγονότος. Η ΑΦΟΣΙΩΣΗ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΗΝ ΨΑΘΑ ήταν το πρωτοσέλιδο λοιπόν. Σπάνια κάτι με ξεκολλάει από την απάθειά μου απέναντι στον κόσμο αλλά αυτή η είδηση με ταρακούνησε. Αισθάνθηκα ανεξήγητη, τεράστια ενοχή και κάθισα στο πηγάδι της αυλής μου προβληματισμένη. Τί κερδίζει κανείς από ένα επιπλέον χαστούκι στον εαυτό του;-εύλογα αναρωτήθηκα. Ούτε καν αυτό δεν έχει πια συνέπειες. Εγώ, που είχα πιστέψει στην Αφοσίωση και την αντιμετώπιζα μόνο σαν υπόγειο βλαστό, πώς θα μπορούσα να με θεωρώ τώρα υπεύθυνη για την κατάληξή της; Θυμάμαι τότε που με τόση φροντίδα, τη φύτεψα δύο μέτρα κάτω απ'το χώμα του κήπου. Είχα βάλει και μια κυνική ξύλινη ταμπέλα από πάνω της, για να μου υπενθμίζει το θαμμένο θησαυρό: ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΒΥΘΟΣ. Απαισιόδοξη διαπίστωση. Ζούσα για καιρό με την παράλογη ελπίδα ότι οι φύτρες της Αφοσίωσης θα κατευθύνονταν προς τα σύννεφα. Κατά βάθος πάντα ήξερα ότι η θάλασσα τη μαγνήτιζε και τη στράγγιζε. Ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας θα με νικούσε αργά ή γρήγορα. Ρίζες και βλαστοί θέριευαν προς τα κάτω μέρα με τη μέρα και εγώ έμενα να χαζεύω την ξύλινη ταμπέλα να επαληθεύεται. Αυτή η παθητική παρατήρηση της ήττας μου, μετατράπηκε σε καθημερινή ανάγκη. Περνούσα ατέλειωτες ώρες στον κήπο, ξεχνούσα να φάω και να κοιμηθώ. Άρχισα να αδυνατίζω από μέσα προς τα έξω, υποχθόνια και αργά. Δεν έλεγα να τα παρατήσω και δεν παραδεχόμουν το μάταιο της προσμονής μου να δω έστω και ένα κλαράκι Αφοσίωσης να σκίζει το χώμα. Έπλαθα στο μυαλό την εικόνα ενός μικρού ροδαλού μίσχου που θα ξεπρόβαλλε αναπάντεχα και θα έμοιαζε σα να μου χαμογελάει. Κρατιόμουν πλέον από τις φαντασιώσεις μου. Αμαχητί περίμενα το θαύμα. Διαψεύσεις επί διαψεύσεων. Καρτερικότητα χωρίς μοιρολατρία. Εκείνο τον καιρό μπορούσα να χαρακτηριστώ η ενσάρκωση της φαντασιοπληξίας στα σύνορα προς την αυτοκταστροφή. Μα τώρα πώς...; Αγναντεύοτας τη μίζερη ιστορία μου πίσω απ'το περβάζι του μετά, κάτι δε μου πάει καλά. Τί εννοεί ο τυχάρπαστος δημοσιογράφος όταν λέει ότι η Αφοσίωση ξεψύχησε σ'ένα βρώμικο διαμέρισμα μέσα στην εγκατάλειψη και το γήρας; Και αν έχει δίκιο τότε...τί είχα φυτέψει στον κήπο μου δύο μέτρα κάτω από το έδαφος; Είμαι πολύ αναστατωμένη. Κοιτάζω το είδωλό μου στον πάτο του πηγαδιού της αυλής και με πλακώνει μια υποψία φρικτή που με οδηγεί στην παράνοια. Πώς μπόρεσα να με εξαπατήσω έτσι; Πώς έπεσα στην παγίδα μου τόσο εύπιστα; Μια ηχώ εγκαταστάθηκε στ'αφτιά μου και επαναλαμβάνει διεστραμμένα: Σε τί ήμουν τόσο καιρό αφοσιωμένη αν όχι στην αφοσίωση;