Πρελούδιο Νο75 για τσιγάρο και πνευμόνι


Μοναξιά της Πρωτομαγιάς. Όπως και του Δεκαπενταύγουστου. Μοναξιά εκατομμύρια, αναρίθμητα, όχι απλώς χιλιάδες φύλλα.
Μπαλκόνι, πρωινό τσιγάρο, εγώ. Μαρασμός. Πεζούλι, πρωινό τσιγάρο, κάποιος στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μαρασμός. Είναι ήσυχα κι είναι ακροβατικά της τρέλας τα δευτερόλεπτα. Τρύπα-παγίδα που μόχθησα πραγματικά να πέσω μέσα της. Άκεφα κεφάλια, ψεύτικες βόλτες στην οικειότητα. Εμβόλιο απραξίας μετά από καιρό που μου ανεβάζει κίτρινο πυρετό και ανεβάζει πόνο, ανεβάζει τριγμούς και λυγμούς, ανεβάζει ΟΛΕΣ τις αιχμηρές μνήμες. Πάλι το σκουπιδιάρικο του καημού δε θα με ξεχάσει, όλο και κάτι θα φέρει. Ναι, γειά σας, εγκατάλειψη εκεί; ... ... ... Βουίζει ... ...
Άνοιξη γύρω - τί κάνει όλο αυτό το χιόνι στους ώμους σου με ρώτησες εκ του ασφαλούς.
Οι επιθυμίες εγκλωβίζονται από άβυσσο και χθες πέθανε ο γεφυροποιός, από ευτυχισμένα γεράματα. Έτσι στο εξής δε θα χτίζονται γέφυρες και ο κόσμος μου ή θα πνίγεται ή θα αιωρείται.
Είναι ακόμα πρωί κι άμα δεν έχεις ουίσκι να μουλιάσεις το μυαλό η σιωπή είναι πιο άκαρδη ηχορύπανση. Ακριβώς πάνω σ'αυτό που είχα προβλέψει, κάθομαι τώρα οκλαδόν. Λεπτό παλτό η φράση "το'ξερα" και δε ζεσταίνει, μόνο γελάει στριγγά και γρατζουνάει στο λαιμό με την τραχιά της φόδρα.
Ποτέ όταν πονάω δε διαψεύδομαι. Ποτέ όταν αρνούμαι δε χαμογελάω. Ποτέ. Γιατί.
Σαν άδειος απ'όνειρα ύπνος. Σα ρούφηγμα τσιγάρου χωρίς μαγκιά. Βήχας που ακούγεται σα κλάμα. Η μοναξιά μου και σήμερα. Αφίλητο εικόνισμα.