Σκούρα (όσα μου έμαθε ο Κ.Θ.), #4


Όταν γυμνός πάρει το πινέλο στα χέρια του, το βυθίσει στο μελάνι, γεμίσει όλο το σώμα του με γραφές και μετά φορέσει ένα λευκό πουκάμισο, τότε εμείς θα τον υποχρεώσουμε να γδυθεί, θα του κλέψουμε το πουκάμισο, θα το στηρίξουμε στην κρεμάστρα του εκθετηρίου και θα προσπαθήσουμε επίμονα να καταλάβουμε τις αποτυπωμένες λέξεις, χωρίς κανείς μας να σκεφτεί ότι διαβάζεται ανάποδα, γυρίζοντας το μέσα έξω. 

Σκούρα (όσα μου έμαθε ο Κ.Θ.), #3


Όταν συναντήσω τον άντρα που παίζει το αφρικάνικο κρουστό και προσπαθήσω να τον κάνω να γελάσει, θα καταλάβω ότι το πρόσωπό του είναι φτιαγμένο από ξύλο οξιάς και κάθε μορφασμός θα του κοστίσει ένα σκίσιμο στο φλοιό που θα αποκαλύψει ένα ένα τα κόκκινα κεφαλάκια από τους φυλακισμένους μέσα του δρυοκολάπτες. 

Σκούρα (όσα μου έμαθε ο Κ.Θ.), #2


Όταν ένα αγόρι μαζέψει από το χώμα μια άδεια χελιδονοφωλιά, τότε θα αποκοιμηθεί αμέσως και στον ύπνο αυτόν θα ονειρευτεί τον εαυτό του να έχει ψηλώσει, να φέρνει βόλτες γύρω από τη φωλιά, να ξέρει πως η φωλιά υπάρχει, αλλά τη νύχτα να κοιμάται εκτός.

Σκούρα (όσα μου έμαθε ο Κ.Θ.), #1


Όταν στην οροφή μιας απάνεμης αίθουσας κρεμάσεις καμπάνες και στο πάτωμά της αφήσεις ελεύθερο ένα σαλιγκάρι, τότε ο αέρας ανάμεσα στις καμπάνες και το σαλιγκάρι αποκτά το χρώμα που βλέπει εκείνος που γεννιέται τυφλός.

Veneranda (volete andarvene anche voi?), #4


Γυρνώντας κάθε μέρα από το σχολείο περνάω από το καφενείο για να πάρω τα κλειδιά του σπιτιού που αφήνει εκεί η μητέρα μου. Εκείνη την ώρα ποτέ δεν έχει κόσμο. Μόλις φτάνω, ανοίγω την τζαμόπορτα που τρίζει, την ξανακλείνω με δυσκολία, πηγαίνω κατευθείαν στην κυρία Μπ. στο ταμείο, την αφήνω να μου χαϊδέψει το κεφάλι και της ζητάω τα κλειδιά. Όσο ψάχνει σκυμμένη στα ντουλάπια κάτω από τον πάγκο και δε με βλέπει, με την άκρη του ματιού μου βρίσκω ευκαιρία και κοιτάζω για λίγο πίσω από τον αριστερό μου ώμο το γωνιακό τραπέζι με τη μία καρέκλα όπου κάθεται εκείνος ο κύριος. Είναι ψηλός, πολύ λεπτός, φοράει τσαλακωμένο καπέλο, σκονισμένο μαύρο σακάκι, γυαλιά στην άκρη της μύτης του, και κάθεται πάντα στο ίδιο τραπέζι έχοντας μπροστά του ένα βιβλίο. Φαίνεται ότι του αρέσουν πολύ τα βιβλία. Μόνο που τα διαβάζει κάπως παράξενα. Πλησιάζει την άκρη της γλώσσας του στην κάθε σελίδα και γλείφει μία μία τις γραμμές του κειμένου. Όταν φτάνει στη μέση της σελίδας, τραβιέται πίσω, καταπίνει, και μετά συνεχίζει. Κανένας δε μιλάει γι'αυτόν και εγώ, που τον παρατηρώ κρυφά, ντρέπομαι να ρωτήσω. Χτες τη στιγμή που τον κρυφοκοίταξα με είδε, έκανε στροφή στην καρέκλα του, άνοιξε το στόμα και μου έδειξε τη γλώσσα του. Ήταν κατάμαυρη. 

Veneranda (volete andarvene anche voi?), #3


Απόσπασμα από τη συνοπτική αναδρομική αναφορά του απεσταλμένου παρατηρητή στην κοινότητα Β34 για χρήση από αναλυτές ανθρωπολογικών χαρακτηριστικών: 

Κάθε χρόνο μετά το τέλος του καλοκαιριού, η πόλη υποφέρει από υπερπληθυσμό. Είναι τόσα τα θέλγητρα της εν λόγω πόλης που ακόμα και κάποιος τυχαία περαστικός θα ένιωθε ότι οφείλει στον εαυτό του τον οραματισμό μιας οριστικής εγκατάστασης εδώ, φαινόμενο που όντως εκφράζεται σαν τάση από την πλειονότητα των εφήμερων παραθεριστών. Παράλληλα, από καταγραφή συζητήσεων προκύπτει ξεκάθαρα ότι τα μέλη της κοινότητας ως μόνιμοι κάτοικοι της πόλης δε συμπαθούν ούτε ανέχονται με ευκολία τους υπεράριθμους νέους και ενθουσιώδεις γείτονες, αντιμετώπιση που εκτείνει βαθιές ρίζες στο παρελθόν. Ωστόσο, την ίδια στιγμή δείχνουν να χαίρονται τη γνωριμία με οτιδήποτε διαφορετικό και η φιλοξενία που αρχικά προσφέρουν θρυλείται σε ολόκληρη την ήπειρο ως εξαιρετικά γενναιόδωρη. Αξιοσημείωτο είναι ότι τελικά τα σταθερά μέλη της κοινότητας καταφέρνουν να μην καταλήγουν καταπιεσμένα σε εξαναγκασμένες συμβιώσεις ενώ ταυτόχρονα δεν εκπέμπουν κανένα ίχνος ξενοφοβίας. Αυτό το παράδοξο αποτέλεσμα προκύπτει εξαιτίας μιας ιδιαιτερότητας. Λίγο πριν φύγει ο εκάστοτε Αύγουστος οι αρχικοί κάτοικοι αρχίζουν να εξοικειώνουν σταδιακά όλους τους καινούργιους με αυτήν. Πρόκειται για μια παραλλαγή στην τοπική χρονοβιολογία. Συγκεκριμένα, στην πόλη, από τις 21 Αυγούστου μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου, διανύεται παραδοσιακά η πέμπτη εποχή του έτους, μια εποχή που επισήμως δεν καταγράφεται στα ηλιοστάσια. Αποτελεί, πρακτικά, την εποχή του μη αγγίγματος, και συμβολικά, την εποχή της εγκυμοσύνης, της προσμονής και της σιωπής. Κατά τη διάρκειά της αποκλείεται οποιαδήποτε επαφή μεταξύ σωμάτων και τηρείται αυστηρά η απόσταση. Μόνο στη ιδέα της παρεμβολής μιας τέτοιας εθιμικής τέλεσης στην καθημερινότητά τους, έστω και παροδικά, οι νεοφερμένοι, καθώς και κάποιοι από τους παλιούς, αποχωρούν κατά συρροή, προτιμώντας να θυσιάσουν τις εύκρατες συνθήκες ζωής που θα απολάμβαναν αν άντεχαν να μείνουν, στο βωμό της επαφής. Έτσι επέρχεται μια σχετική αποσυμφόρηση και η κοινότητα απολαμβάνει έναν επιθυμητό χειμώνα, μετά το πέρας της πέμπτης εποχής. 

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται με έμφαση, σε προσωπικό τόνο που δε συνάδει με το ύφος μιας επιστημονικής αναφοράς, ότι παρατηρήθηκε ραγδαία μείωση των σταθερών μελών της κοινότητας Β34 καθ' όλη τη διάρκεια της συλλογής στοιχείων. Όταν έλαβε τέλος η αποστολή, την 22η μέρα του Αυγούστου του τρέχοντος έτους, η κοινότητα αριθμούσε πλέον συνολικά δύο μέλη. Ο απεσταλμένος παρατηρητής, έπειτα από 34 συναπτά χρόνια συστηματικής έρευνας, αποφάσισε για αδιευκρίνιστους ακόμα λόγους, να διακόψει οριστικά.

Veneranda (volete andarvene anche voi?), #2


Πόσο κουράστηκα για να το φτιάξω. Νύχτες και μέρες ο εαυτός μου του ανήκε. Πραγματικά όταν το ολοκλήρωσα ένιωσα πως ήταν το απόλυτο αριστούργημά μου. Ένα έργο τέχνης που αντικατόπτριζε με συγκινητική ακρίβεια όλο μου το είναι. Πώς θα μπορούσα να φανταστώ την κατάληξη. Στην αρχή έμοιαζε τόσο φιλικό και καταδεκτικό απέναντί μου. Και όμως. Σιγά σιγά μεγάλωνε και μαζί με αυτό μεγάλωναν το στόμα και τα δόντια του. Σκεφτόμουν ότι αυτό δεν θα έπρεπε να μου φαίνεται ανησυχητικό και ότι ίσα ίσα έτσι επιβεβαιώνεται το μεγαλείο της έμπνευσης που με ευλογούσε καθώς το συνέθετα. Ένα βράδυ με έφαγε. Από τότε αντικρίζω τον κόσμο γύρω μέσα από την πανέμορφη τρύπα του ομφαλού του.