ο Άγιος με τα Νύχια, #4


του Α., εμμονικού αφουγκραστή, «πάντα κι ακόμα»

Ένα πρωινό επισκέφτηκε το δάσος. Ψάχνοντας για φωλιές από δρυοκολάπτες συνάντησε ένα πρωτοφανές δέντρο. Τα κλαδιά του στεφάνωναν όλο το μήκος του κορμού σαν τροχιές δορυφόρων προς κάθε κατεύθυνση ακουμπώντας οριακά το χώμα, τα φύλλα του ήταν μικρά, παλλόμενα και γυαλιστερά ενώ γύρω του απλωνόταν ένα κυκλικό κενό όπως μια αόρατη σκιά. Μια τέλεια ημιδιάφανη σφαίρα. Δεν αντιστάθηκε. Άνοιξε δίοδο, εισχώρησε στο εσωτερικό και αγκάλιασε σφιχτά τον άξονά της. Δε γνώριζε ότι τα δέντρα επιτρέπουν την ασφυξία του σώματός τους μόνο από αναρριχητικά φυτά. Το δέντρο τιμώρησε τον Άγιο τυλίγοντας τις ρίζες του ξανά και ξανά γύρω από τους αστραγάλους του. Έτσι βρέθηκε για πάντα αιχμαλωτισμένος στο τύλιγμα αυτό και πλέον ακινητεί αιώνια. Εκεί κοντά, αυτό που ακούνε οι άνθρωποι όταν η νύχτα πυκνώνει ανάμεσά τους τόσο ώστε να νιώθουν τυφλοί, άλλοι το λένε φωνή της σιωπής και άλλοι νύχια μακριά που γρατζουνάνε ξύλο.