Vers un détonateur parfait, #3


Έσφιγγε τις παλάμες του γύρω από τους βραχίονες των γυαλιών του σαν να έκανε μονόζυγο. Οι ώρες δεν περνούσαν, τα χρόνια περνούσαν. Οι σκιές από τα πιόνια γύρω του χάραζαν όμορφες ελλειπτικές τροχιές. Η δική του σκιά ακινητούσε υπό γωνία εκτός του οπτικού του πεδίου. Παρατηρούσε απορροφημένος τα ασπρόμαυρα πλακάκια που αντανακλούσαν τις κόκκινες σόλες απ'τα σκαρπίνια του. Χτύπησε δύο παλαμάκια για να μου επιστήσει την προσοχή. Του απηύθυνα δυο ανασηκωμένα φρύδια. Τα μάτια του άρχισαν να κάνουν ένα θόρυβο υγρού που κοχλάζει. Τράβηξε με δύναμη τα γυαλιά του προς τα πάνω και μετά προς τα μπροστά. Επανέλαβε την κίνηση πολλές φορές. Η προσπάθειά του παραμόρφωσε το σκελετό τους και γέμισε γρατζουνιές τη μύτη του. Ήταν πολύ γερά βιδωμένα στους κροτάφους του. Τελικά για να καταφέρει να βγάλει τα γυαλιά αναγκάστηκε να αποκολλήσει μαζί τους το τμήμα του κρανίου του από τα μάτια και πάνω. Από το υπόλοιπο κεφάλι του ξεχύθηκε στο δωμάτιο ένα σμήνος από τζιτζίκια. Ο βόμβος τους εξελισσόταν μαρτυρικός γύρω μας. Το πάτωμα έγινε πράσινο. Μόνο όταν και το τελευταίο τζιτζίκι πήδηξε πανηγυρικά έξω από το κεφάλι του, αυτός κάθισε κάτω οκλαδόν. Χτύπησε ξανά δύο παλαμάκια. Κατέβασα τα φρύδια και κοίταξα αλλού.

Vers un détonateur parfait, #2


Εκείνο το πουλί με το αχόρταγο στόμα που κάποτε έσκυψε και ράμφισε την καρδιά του.

Vers un détonateur parfait, #1


Έμενα σ'ένα δωμάτιο στον τρίτο. Επί δύο χρόνια τον έβλεπα να διασχίζει τη διάβαση κάτω από το παράθυρο μου ακριβώς στις οκτώ και τριάντα κάθε πρωί. Ένας μικροσκοπικός μεσήλικας που περνούσε προκλητικά απαρατήρητος. Υπερβολικά χαμηλό ανάστημα, λίγα εναπομείναντα μαλλιά, μεγάλα γυαλιά μυωπίας τετράγωνου σχήματος. Τσαλακωμένα ρούχα, βρώμικα παπούτσια, πλαστικός χαρτοφύλακας, γρήγορο βάδισμα. Φρόνιμος και συνεσταλμένος, σχεδόν φωσφόριζε από αδιαφορία για τα πάντα.  Η ενατένισή του, η συνέπειά με την οποία εμφανιζόταν, το προβλέψιμο παρουσιαστικό αποτελούσαν την καθημερινή μου δόση ασφάλειας. Είναι αλήθεια ότι η αριστερή του παλάμη βρισκόταν πάντα στην τσέπη του γιλέκου του, από όπου εξείχε ένας λεπτός αδιαφανής σωλήνας που κατέληγε στην τσέπη του παλτού. Είχα παρατηρήσει το μηχανισμό όταν αγόραζε εφημερίδα κάθε Κυριακή. Τον δυσκόλευε στις κινήσεις του. Ένα πρωί Δευτέρας σταμάτησε αναπάντεχα πριν τη διάβαση. Έκανε επί τόπου μια ακαριαία στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Κοίταξε προς τα πάνω. Ακίνητος κάτω από το ανοιχτό παράθυρό μου, εκστατικά σιωπηλός. Μεσολάβησαν είκοσι δευτερόλεπτα και μετά ανατινάχτηκε.