ατασθαλία (για τη Θάλεια), #4


Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα γυμνό. Έφυγε προς το δάσος χωρίς να κοιτάζει πίσω του. Μετά την πρώτη στροφή άφησε το μονοπάτι και προχώρησε ανάμεσα στα κλαδιά. Έτρεχε παραμερίζοντας τα φυλλώματα σαν κάτι να προσπαθούσε να προλάβει. Μάλλον το φως, ήταν χειμώνας. Όταν έφτασε στο ρυάκι έβγαλε βιαστικά όλα τα ρούχα του. Απόμεινε γυμνός στο φρύδι της όχθης και κοίταζε το τρεχούμενο νερό. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα γυμνό. Το δέρμα του είχε μια παράξενη χρωματική ασυνέχεια. Μια λωρίδα βαθιού μαύρου χρώματος διέσχιζε το σώμα του από το λαιμό μέχρι τα πέλματα. Η μαύρη ζώνη είχε πλάτος λίγο μεγαλύτερο από τη σπονδυλική στήλη, ξεκινούσε από αυτήν και μετά διαιρούνταν σε δύο μικρότερες εκεί που χώριζαν τα πόδια του. Άρχισε να πλένεται στο νερό. Δεν ήταν βαφή. Το μαύρο δέρμα έμενε ανέπαφο και στιλπνό. Βγήκε έξω. Το κατάλευκο υπόλοιπο σώμα του έμοιαζε να έχει συρρικνωθεί μπροστά στη λάμψη του μαύρου που το έκοβε στα δύο. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα γυμνό. Ξάπλωσε ανάσκελα παράλληλα με τη ροή του ποταμού με ανοιχτά τα μάτια. Κουνούσε αργά το κεφάλι δεξιά αριστερά και έπαιρνε βαθιές αναπνοές. Κοίταξα προς τα πάνω κι εγώ. Τότε μόνο παρατήρησα τα δέντρα. Κορμοί σχισμένοι στα δύο από μια μαύρη φλέβα που τους διαπερνούσε από την κορυφή μέχρι τη ρίζα. Όλα χτυπημένα από κεραυνό. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον είδα γυμνό.