Σακραφλατία, #1


Ο ένας είχε ξυρίσει τα μισά του μαλλιά και με τα υπόλοιπα μισά είχε δεθεί γερά στον κορμό της άρρωστης καστανιάς έξω από το σπίτι των νεκρών γονιών του. Ο άλλος είχε περάσει ένα αγκίστρι στο πάνω χείλος του και αιωρούνταν κρεμασμένος σε μια τρίχα απ'τα μαλλιά του πρώτου στη μεγάλη γέφυρα πάνω από μια ξεραμένη λίμνη. Ο τρίτος είχε ξεκινήσει επιτέλους εκείνο το ταξίδι του για τη Σακραφλατία φορώντας τα παπούτσια που κατά λάθος έπεσαν από τα πόδια του δεύτερου και κουβαλώντας ένα τεράστιο καρβέλι από το αγαπημένο μας καλαμποκόψωμο για να σκορπάει ψίχουλα στις κάμπιες που τον τσιμπούσαν στο δρόμο. Ατένιζα το ταβάνι για πολλές μέρες αφότου διάβασα εκείνο το γράμμα των τριών παλιών μου φίλων και σκεφτόμουν πόσο σπουδαίο είναι να συντηρείς το παρελθόν στη φορμόλη ή τουλάχιστον σε καθαρό οινόπνευμα.