Vers un détonateur parfait, #4


Την πρώτη μέρα του φθινοπώρου στο αναμορφωτήριο οι καλόγριες μας πήγαιναν περίπατο στο ποτάμι. Πριν να στοιχηθούμε για να ξεκινήσουμε έδεναν στον δεξί αστράγαλο της καθεμιάς μας, με κόκκινο σπάγγο, ένα διάφανο μπαλόνι γεμάτο με νερό και ένα χρυσόψαρο. Για να φτάσουμε στις όχθες διασχίζαμε το καστανόδασος. Κάναμε πολύ θόρυβο όπως σέρναμε επίτηδες τα παπούτσια μας μέσα στα ξερά φύλλα και τα αγκάθια. Όταν κατηφορίζαμε στην κοίτη σηκώναμε τα φουστάνια μας μέχρι το γόνατο. Η ηγουμένη περνούσε με ένα χρυσό ψαλιδάκι και έκοβε τους κόκκινους σπάγγους από τα πόδια μας. Τα σφραγισμένα πλαστικά με τα χρυσόψαρα κατρακυλούσαν το ένα μετά το άλλο μέσα στο ποτάμι και επέπλεαν στην επιφάνεια. Σαράντα δύο πορτοκαλιές κουκίδες αιωρούνταν ελάχιστα πάνω από το νερό. Ακολουθούσαμε με τα μάτια τα φυλακισμένα ψάρια μέχρι που έστριβε το ρεύμα. Υπήρχε τότε η Γκάικε, ένα κορίτσι με βραχνή φωνή, φακίδες και κοντή πλεξούδα. Κάθε φορά άρχιζε μόνη της να διαδίδει ψιθυριστά ότι μετά από τη στροφή που εξαφάνιζε τα μπαλόνια με τα ψάρια, υπήρχαν τεράστια βράχια και ένας άγριος καταρράκτης. Οι πιο πολλές την κοροϊδεύαμε και μερικές την κοιτούσαν τρομαγμένες. Μετά κατεβάζαμε τα φουστάνια, στοιχιζόμασταν ξανά και ανηφορίζαμε το μονοπάτι προς τα πίσω. Γυρνούσαμε ακριβώς την ώρα της προσευχής. Νύχτωνε και η σιδερένια αυλόπορτα κλείδωνε κατευθείαν. Έστελναν τη Γκάικε τιμωρημένη στην απομόνωση και οι υπόλοιπες παίρναμε θέσεις για το βραδινό ψαλμό. Θυμάμαι ότι ήταν εκείνο κάθε χρόνο το μοναδικό βράδυ που ήταν αδύνατο να τραγουδήσω έστω και μία στροφή. Απλώς κουνούσα τα χείλη μου χωρίς ήχο φέρνοντας ξανά και ξανά ολοκάθαρα στο μυαλό μου την ίδια εικόνα : την ώρα που μιλούσε για βράχια και καταρράκτες στα γουρλωμένα μάτια της χόρευαν πορτοκαλιές ανταύγειες και τα μαλλιά της άστραφταν κατακόκκινα στο φως.