Επιβάτις όπως είδωλο όπως άδειο βαγόνι


Γκρίζος ακίνητος αέρας. Φρέσκο τσιμέντο και καπνός. Βρίσκομαι για πρώτη φορά στη βρώμικη αποβάθρα αυτού του σταθμού. Ετοιμάζομαι να επιβιβαστώ κι εγώ στο τρένο. Ασυνήθιστη αμαξοστοιχία με μόνο δύο βαγόνια, κατ'επίφαση δίδυμα. Το πρώτο προφανώς προορίζεται για τους επιβάτες, ενώ το δεύτερο παραμένει μόνιμα ανοιχτό αλλά πάντα άδειο, χωρίς αυτό να υπαγορεύεται από κάποιον κανονισμό. Οι επιβάτες είναι ελεύθεροι σε κάθε διαδρομή να επιλέξουν ανάμεσα στα δύο, όμως ποτέ κανείς δεν προτιμά το δεύτερο. Ο άγραφος νόμος της συνήθειας, ένα δυσάρεστο κλίμα ερήμωσης, ή κάποιες μεταφυσικές ενδόμυχες αντιστάσεις, εξωθούν όλους τους επιβάτες να μεροληπτούν πιστά υπέρ του πρώτου βαγονιού. Οι επιβάτες αποφεύγουν με κάθε τρόπο να στρέψουν το βλέμμα τους προς το δεύτερο βαγόνι. Περπατάνε με την όπισθεν, γυρνάνε πλάτη στο συνομιλητή τους, χτυπάνε αγανακτισμένοι το πόδι τους στο πάτωμα σε περίπτωση που αφαιρεθούν και συμπεριλάβουν στο οπτικό τους πεδίο το άρρητα απαγορευμένο αντικείμενο.

Κατά τ'άλλα, όλοι τους είναι ενθουσιασμένοι και ροδοκόκκινοι, χωρίς ίχνος ανησυχίας για το κενό που ακολουθεί την άνω και κάτω τελεία δίπλα από τη λέξη προορισμός στο εισιτήριό τους. Η περιφρόνησή τους για το κενό βαγόνι τους οπλίζει με ακαταμάχητη αυτοπεποίθηση κι εγώ εδώ και ώρα πασχίζω να κατευνάσω εκείνη την αίσθηση παράσιτου που καταπνίγει κάθε επιθυμία μου για ταξίδι. Η σύγχύσή μου γύρω από την παρανοϊκή αντιμετώπιση των βαγονιών αρχίζει να επενεργεί και σωματικά. Το αριστερό μου μάτι-αυτό προς την πλευρά του άδειου βαγονιού-δακρύζει ακατάπαυστα, το δαχτυλίδι μου με στενεύει και νιώθω ότι η παραγεμισμένη βαλίτσα μου από στιγμή σε στιγμή θα φτύσει έξω τo άχρηστο περιεχόμενό της. Ο σταθμάρχης πρέπει να αντιλήφθηκε τη δυσφορία μου και με κοιτάζει εξονυχιστικά. Μοιάζει διεστραμμένος μέσα στη ροζ στολή του, καθώς μου αποκαλύπτει ένα χυδαίο χαμόγελο και πίσω του μια υποπράσινη οδοντοστοιχία. Έχει την αποτρόπαια σιγουριά του σαμάνου που βάζει τελετουργικά στο στόμα τα ιερά φύλλα, καθώς πλησιάζει αργά και σχεδόν ασυνείδητα τη σφυρίχτρα στα χείλη του. Την αφήνει να μισοκρέμεται εκεί και προσηλώνεται στις σπασμωδικές κινήσεις της αμηχανίας μου, μέχρι που καταλαβαίνει ότι το σάλιο του τρέχει έξω απ'το στόμα και του λερώνει το πέτο. Αυτή η εικόνα μου προκαλεί δύσπνοια και την ανάγκη να δραπετεύσω άμεσα. Η χαιρέκακη παρουσία του απέναντί μου, σφίγγει μεθοδικά ένα σκοτεινό κλοιό γύρω μου. Βρίσκεται εκεί για να με τιμωρήσει. Αν το βάλω στα πόδια ή αν μπω στο λάθος βαγόνι θα με κυνηγήσει.

Εντωμεταξύ το αγχώδες πλήθος δείχνει να αδημονεί και στοιβάζεται σταδιακά σε μια παράδοξη ουρά αναμονής, όπου στέκονται ο ένας πίσω απ'τον άλλο, αλλά με τα κεφάλια αγκυλωμένα στο πλάι και τα μάτια πεισματικά καρφωμένα στην αντίθετη κατεύθυνση από το δεύτερο βαγόνι. Νιώθω το παράλογο να με πετροβολεί. Έχω ξεμείνει στην άκρη της ουράς. Είμαι η τελευταία επιβάτις. Οφείλω να κάνω αυτό που είθισται. Οτιδήποτε άλλο, είναι ικανό να σημάνει συναγερμό. Αισθάνομαι άρρωστη, χαμένη και ηττημένη από τη βαθιά σήψη της ατμόσφαιρας του σταθμού. Αφήνω το βλέμμα του σταθμάρχη να με σπρώξει, και επιβιβάζομαι πειθήνια στο πρώτο βαγόνι.

Είμαι μέσα. Μια υγρή ζέστη σφυροκοπάει τους κροτάφους μου. Όλα είναι θολά και το πλήθος γύρω παραπαίει από προταξιδιωτική μέθη. Παράφωνοι αποχαιρετισμοί, κούφια καπέλα και γυρισμένες πλάτες. Ακουμπάω το κεφάλι στο πίσω τζάμι. Παρατηρώ το είδωλό μου. Είναι διπλασιασμένο. Με κοιτάζει κι αυτό αδιάφορα από το μπροστινό τζάμι του έρημου δεύτερου βαγονιού. Η σφυρίχτρα ήχησε σαδιστικά. Η μηχανή παίρνει μπρος. Τελευταία δευτερόλεπτα. Το είδωλό μου αρχίζει να ξεμακραίνει. Το κοιτάζω αυτή τη φορά ικετευτικά.

Τί αγαλλίαση. Η αντικατάσταση έγινε αστραπιαία και ευτυχώς δεν υποψιάστηκε κανείς τίποτα. Ξαπλώνω τώρα ευτυχισμένη στα άδεια καθίσματα.