Εξόφληση


Ξύπνησα μ'έναν άγριο πονοκέφαλο να μου δαγκώνει τα μηνίγγια. Τα πόδια μου ήταν μουδιασμένα και το στόμα μου είχε μια γεύση από άδειο στομάχι. Πάλι με είχε πάρει ο ύπνος στο λεωφορείο του γυρισμού από τη βραδινή δουλειά μου. Η βαριεστημένη φωνή του οδηγού μου υπενθύμισε ότι εδώ δεν είναι ξενώνας για αστέγους. Όχι κύριε, αυτό δεν ισχύει στην περίπτωσή μου, σπίτι ακόμη έχω, κι αυτό το τελευταίο εχέγγυο του εαυτού μου δε μοιάζει σε τίποτα μ'αυτό το βρώμικο, σκοτεινό κουφάρι οχήματος. Σηκώθηκα θιγμένη και απρόθυμη και πήρα το πρώτο λεωφορείο της ημέρας προς το σπίτι. Ίσα που προλάβαινα να πλυθώ, ν'αλλάξω στολή και να πιω λίγο ξαναζεσταμένο καφέ στα γρήγορα. Η πρωινή μου δουλειά ξεκινάει στις εφτάμισι.

Φυσικά και με εξαντλούσε στην αρχή. Τώρα συνήθισα. Μια κληρονομική μοιρολατρία με σιγοντάρει και καταπίνω αμάσητα ωράρια, εργοδότες γεννημένους να ουρλιάζουν και συναδέλφους μουγγούς και κουφούς. Το πρωί δουλεύω καθαρίστρια σ'ένα βυρσοδεψείο στα προάστια της γειτονικής κωμόπολης. Το βράδυ νυχτοφύλακας σ'ένα εργοστάσιο συναρμολόγησης πολυελαίων. Το ίδιο μου κάνει. Προσπαθώ να μη θυμάμαι ακριβώς πόσα και σε ποιους χρωστάω. Πάντως ξέρω ότι είναι σίγουρα πολλά σε πολλούς. Όταν πριν λίγα χρόνια έμεινα ξεκρέμαστη να αιωρούμαι μεταξύ αυτοκτονίας και δανεικών, είχα αποφασίσει ότι πρέπει να δουλέψω. Είναι ο μόνος τρόπος για να πάρω πίσω τα υποθηκευμένα μου. Για είδη προικός, αυτοκίνητο, έπιπλα και συσκευές δε με νοιάζει. Αλλά τα δαχτυλίδια και τα βιβλία μου τα θέλω όλα πίσω πριν πεθάνω.

Με πιάνουν τα γέλια όταν αναπολώ την προηγούμενη ζωή μου. Μια φορά σκέφτηκα ότι αν συνέρραφα στο ίδιο πλάνο τον τώρα και τον τότε εαυτό μου, η σκηνή θα θύμιζε γλυκερή αμερικάνικη ταινία του '70 με δίδυμες αδερφές για πρωταγωνίστριες. Φθονερά διαφορετικές και στο φινάλε μια υποχρεωτική αδελφική αγάπη να τις εγκαλεί στη μελοδραματική τάξη. Το ξέρω ότι τώρα πια δεν είμαι για χαρτιά-μολύβια-σελίδες-μεγάλες οθόνες-πικ-απ-κοκκάλινα γυαλιά-μυρωδιά γαλλικού καφέ και αχρησιμοποίητα πινέλα. Αλλά ούτε και νιώθω πόνο από τις δαγκωματιές της δουλειάς στην πλάτη της ζωής μου. Κάπου κάπου μόνο αναρωτιέμαι γιατί αυτές οι αϋπνίες...

Κατέβηκα απ'το λεωφορείο. Επιτέλους έφτασα, πραγματικές τανάλιες αυτά τα παπούτσια στα πόδια μου, πρέπει τον άλλο μήνα να μαζέψω λεφτά για καινούργια. Μπήκα στην οικοδομή αφήνοντας όπως πάντα τις πλανόδιες μυρωδιές μαγειρεμένων φαγητών να με βυθίσουν σε στιγμιαία μαύρη κατάθλιψη. Βγαίνω απ΄το ασανσέρ στο διάδρομο με τη χαλασμένη λάμπα και ψάχνω στο σακίδιό μου τα κλειδιά. Δυσκολεύμαι να τα βρω, στο τέλος αγανακτώ και αδειάζω το περιεχόμενο του σακιδίου στο διάδρομο. Εξακολουθώ να μην τα διακρίνω στα σκοτεινά. Αλλά ίσως να μη φταίει μόνο το σκοτάδι είναι και ένα στυφό προαίσθημα που με αναμοχλεύει μέρες τώρα. Επιτέλους, εδώ είναι. Πλησιάζω-δεν ξέρω γιατί με τόση αγωνία-το κλειδί στην πόρτα. Το σπρώχνω μέσα. Βρίσκει σε κάτι σκληρό. Αδύνατον να γυρίσει στην κλειδαριά. Δεν είναι καμιά σπουδαία πόρτα, μια φτηνή ξύλινη άσπρη με πλαστικό χερούλι. Κοιτώντας απ΄την κλειδαρότρυπα το μόνο που μπόρεσα να δω ήταν κάτι άσπρο με ριγωτή υφή. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Από τη χαραμάδα της πόρτας έβγαινε μια οσμή που με ανατρίχιαζε ανελέητα. Μύριζε χαρτί. Όχι καμμένο, όχι σάπιο, μύριζε φρέσκο χαρτί. Με κομμένα γόνατα, έκανα ένα βήμα πίσω και τότε το πρόσεξα. Δίπλα στην πόρτα μια τεράστια στίβα λευκές σελίδες δεμένες με σπάγκο, εφτά μολύβια, μια ξύστρα, μια σβύστρα. Πήρα τα χαρτιά στα χέρια μου αρχίζοντας να υποψιάζομαι ότι δεν πρόκειται για φάρσα. Στην πρώτη σελίδα διάβασα μετά βίας δυο σειρές με αχνούς καλλιγραφικούς χαρακτήρες. Ακούμπησα την παλάμη μου στα χείλη. "Πίστωση χρόνου λήξασα. Κατάσχεται η οικία μέχρις εξόφλησης ακεραίας της οφειλής."

Τώρα κάθομαι στο παγωμένο μωσαϊκό του διαδρόμου με το ελάχιστο φως που φτάνει απ'τη σκάλα. Έχω λιώσει τα τρία μολύβια πρέπει να'χω πυρετό ο αυχένας μου με πεθαίνει αλλά συνεχίζω. Δεν είναι μόνο ότι χρειάζομαι πίσω το σπίτι. Απλά αυτό το Χρέος δεν σηκώνει άλλη αναβολή. Δεν ξέρω πόσο θα μου πάρει, δεν ξέρω για πόσο θ'αντέξω, μόνο σκύβω το κεφάλι και γράφω. Ξανά. Γράφω. Επιτέλους. Γράφω. Κυκλοφορεί το αίμα μου. Γράφω. Για να πω την αλήθεια, το περίμενα. Αργά ή γρήγορα, τα βιβλία που τόσο καιρό δεν έγραφα, θα έκαναν κατάληψη στο σπίτι μου.