Οξέα, Βάσεις, Άλατα (A random Q&A), #4


- Πού έχεις παρκάρει;
- Νομίζω ότι έχω αφήσει το σκάφος σε κάποιον οπωρώνα, κάπου ανάμεσα σε ροδακινιές. Θυμάμαι, τελευταία ανάμνηση, όλους τους τόνους του ηλιοβασιλέματος να καθρεφτίζονται στο στιλπνό μέταλλο του αριστερού κινητήρα. Δεν ήταν απόγευμα ούτε δύση αλλά ένα διάχυτο πράσινο φως έκανε τα φρούτα από τα δέντρα να ακτινοβολούν. Ήταν ήσυχα. Η τυπική συνειδητοποίηση ότι είναι έτσι επειδή βρίσκομαι μόνος σε ακτίνα κόσμων. Ευχήθηκα: όπως η επιφάνεια του οχήματός μου δανείστηκε παρωδικά το χρώμα των ροδάκινων εξ' αντανακλάσεως, έτσι και η επιδερμίδα του αγαπημένου μου να μπορούσε να εκπέμψει στιγμιαία το άρωμά τους. Τράβηξα με δυσκολία έξω το σάκο, έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Πορεύτηκα επί πολλές ώρες ή άλλες μονάδες χρόνου προσπερνώντας τα φιλικά περιβόλια και εισερχόμενος σε ραγισμένα χωράφια με χαμηλή βλάστηση και πλατιές αμοιβαδοειδείς πέτρες. Ο σάκος ήταν βαρύς για να τον κουβαλάς στους ώμους, οπότε στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής κατέληξα να τον σέρνω. Το κράνος μου είχε θολώσει και γεμίσει υδρατμούς αλλά κάποτε έφτασα. Ανοίγοντας το σάκο διαπίστωσα ότι η επιδερμίδα του αγαπημένου μου δε μύριζε καθόλου όπως τα ροδάκινα. Έπρεπε να τον θάψω άμεσα. Έτσι και έκανα.