Sunday best trappings, #1


Στις εξιστορήσεις της ζωής σου συχνά ανταποκρίνομαι με ρίγη στη ραχοκοκκαλιά

Λένα Πλάτωνος

Το πρωί παρευρεθήκαμε σε μια κηδεία. Ο νεκρός ήταν άγνωστός μας ωστόσο εσύ φορούσες σκούρο κοστούμι κι εγώ ένα μαύρο σατέν φόρεμα, πολύ παλιό, που δεν το είχα ξαναφορέσει και το κρατούσα για μια τέτοια συγκυρία. Φαινόμασταν επίσημοι και ταιριαστοί, αισθανόμασταν όμορφοι και αδιάφοροι ο ένας για τον άλλο, αρκεί να προχωρούσαμε δίπλα δίπλα. Ο υπόλοιπος κόσμος φορούσε καπέλα και κρατούσε ομπρέλες, πλανιόταν μια λύσσα για προστασία από την κοσμική ακτινοβολία ανάμεσα στους καλεσμένους, την οποία αναγνωρίζαμε αλλά είχαμε αμοιβαία απορρίψει. Δεν έβρεχε, δεν είχε ήλιο και τα σύννεφα δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο χρώμα ή σχήμα. Πριν την έναρξη της ακολουθίας, ο προκαθήμενος προφασιζόμενος εξάρτηση από τη δικλείδα ενός παραδοσιακού όρκου σιωπής, ζήτησε από όλους να βγάλουν τα δόντια τους και να τα αποθέσουν στο εξατομικευμένο τασάκι που είχε προβλεφθεί για τον καθένα. Σχολιάσαμε πικρόχολα αλλά διακριτικά την εργονομία αυτού του αμήχανου σκεύους και ακολουθήσαμε τις οδηγίες. Ένιωσα μια ηλεκτρική τάση ασφάλειας ανάμεσα στις ωμοπλάτες καθώς σε κοίταζα να διατρέχεις με τη γλώσσα τα πάνω ούλα σου και απέστρεψα αμέσως το βλέμμα. Έπειτα ο υπεύθυνος, επικαλούμενος την ιερότητα του χώματος όπου θα τελούνταν η ταφή, μας προσκάλεσε να βγάλουμε τα παπούτσια μας όπως και υπάκουα κάναμε. Ανυπόδητοι και χωρίς δόντια εισήλθαμε από μια στενή χορταριασμένη πύλη στο πεδίο της τελετής. Το έδαφος ήταν πλημμυρισμένο από ώριμα κεράσια, κι ας μην ξεχώριζε ούτε ένα δέντρο στον περιφερειακό ορίζοντα. Υποθέσαμε ότι αποτελούσαν μέρος της σκηνογραφίας και πατήσαμε πάνω τους πρόθυμα. Οι γάμπες, τα μπατζάκια, οι ποδόγυροι και οι άκρες από τα μπαστούνια, μετά από μερικά βήματα είχαν μουσκέψει αν και ο κόκκινος χυμός εν γένει δεν ξεχώριζε στα μαύρα φόντα. Πλησιάσαμε στο σκάμμα καθώς σμήνη από έντομα είχαν αρχίσει να μας περιτριγυρίζουν και να μας τσιμπάνε στα ακάλυπτα βρεγμένα μέλη. Χωρίς έκπληξη διαπιστώσαμε ότι η κάσα είχε μορφή κλεψύδρας και αστειευτήκαμε με το επιφανειακό και το προβλέψιμο μιας τέτοιας χειρονομίας. Στο λάκκο μαζί με το φέρετρο οι συγγενείς μάς ενθάρρυναν να τοποθετήσουμε ότι βαρύτερο κουβαλούσαμε μαζί μας. Άρχισαν οι παρευρισκόμενοι να ψάχνουν στις τσέπες τους ανήσυχοι, επικράτησε ένας εφήμερος πανικός. Εμείς κατάλληλα προετοιμασμένοι, δεν πτοηθήκαμε και τολμηρά ρίξαμε πρώτοι από ένα μικροσκοπικό μεταλλικό βαρίδιο ο καθένας μέσα στην τρύπα. Δεν κοιταχτήκαμε συνωμοτικά παρόλο που ταυτόχρονα φανταστήκαμε ότι συνέβη. Ακολουθώντας το παράδειγμά μας, ξεκίνησαν και οι άλλοι να πετάνε μέσα στον τάφο ξύστρες, νομίσματα, πρόσθετα μέλη, αλυσίδες, αμόνια- μινιατούρες, άγκυρες, αγκράφες, τιάρες, κλειδαριές, τακούνια. Παραδόξως δε διακρίναμε καθόλου κλειδιά και όπλα στα συμπαρομαρτούντα, όταν στο τέλος σκύψαμε για να ατενίσουμε το ωραίο μικροπεριβάλλον που είχε δημιουργηθεί έξι πόδια χαμηλότερα από τα λερωμένα πέλματά μας. Δεν ακούστηκαν ύμνοι, χαιρετισμοί ή ψαλμωδίες, δεν αναγνώστηκε κάποιος επικήδειος. Ακολουθώντας τα κενά ανάμεσα στα κεράσια εντοπίσαμε το δρόμο προς τα πίσω. Το πλήθος σκόρπισε κατευθείαν. Αμφιβάλλω αν θυμήθηκαν να παραλάβουν τα δόντια ή τα παπούτσια τους. Γυρίσαμε στο σπίτι. Δε βγάλαμε τα παπούτσια μας και δε χαμογελάσαμε. Θυμήθηκα ότι όλη αυτή την ώρα κάπου πονούσα. Η δεξιά μου παλάμη ήταν πρησμένη, με πέντε σημειακές μελανιές· η αριστερή δικιά σου επίσης.