Οι παραλογισμοί του Λ., συνεδρία #8

                                                                                                                                                                               
Υποψιάζομαι τα πάντα
ακόμα και τ' αφάνταστα
και τ' αηδιαστικά.

Επιτέλους ο εξευτελισμός μου
θα πάρει άλλο νόημα.

Μαρία Λαϊνά

Φτάνει στην ώρα του φορώντας ένα τετράγωνο κοστούμι τόσο στενό που του προκαλεί δύσπνοια. Δεν το ξεκουμπώνει όταν κάθεται. Ξεκινάει να μιλάει με δυσκολίες, κοφτές παύσεις και σχεδόν χωρίς ρήματα. Τον ρωτάω σχετικά με την κατάσταση του πατέρα του αλλά δεν απαντά. Επικεντρώνεται σε μια ιστορία που ακούω πρώτη φορά. 
Η γνωριμία του με την Εστέλ. Εκείνη εργαζόταν ως ελέγκτρια ασφαλείας στο αεροδρόμιο της Λισαβόνας. Αυτός επισκεπτόταν συχνά την πόλη για "προσκυνηματικό" λόγο (συναφή με τις εξάρσεις υστερίας που συνόδευαν τις προσωποκεντρικές εμμονές του την εν λόγω περίοδο, βλ. σημειώσεις από συνεδρίες #2, #3). Εκείνη καταγόταν από τη Βραζιλία. Αυτός, το τελευταίο καλοκαίρι πριν την έναρξη της θεραπείας με φαρμακευτική αγωγή, αποφάσισε να συλλέξει όλα τα λουλούδια από την ευρύτερη περιοχή του σημείου "προσκύνησης" έξω από το καφέ Μπραζιλέιρα. Εκείνη είχε φτάσει στη χώρα ακριβώς πριν ένα μήνα, ένα μήνα μετά ακριβώς από την ενηλικίωσή της. Αυτός την τελευταία στιγμή αποφάσισε να πετάξει τα εφήμερα υπάρχοντά του κάπου στο λιμάνι και να γεμίσει τη βαλίτσα του με τους μίσχους από τα άνθη του "προσκυνήματος". Εκείνη κατά τον τυπικό έλεγχο της αποσκευής του ταυτοποίησε με άνεση ένα προς ένα τα περιεχόμενα, κρίνοντας μόνο από το σχήμα και τον όγκο τους, και συνειδητοποίησε ότι ήταν ανεξαιρέτως χρυσάνθεμα. Αυτός αντέδρασε στωικά όταν του ανακοινώθηκε ότι απαγορεύεται να ταξιδέψει με αυτά, καθώς και ότι επιβάλλεται να κατασχεθούν. Εκείνη δεν τα πέταξε αλλά τα φύλαξε παράνομα στο δωμάτιο υπηρεσίας. Αυτός έχασε την πτήση του και έπιασε κουβέντα σε τρεις καθαριστές ώστε να εντοπίσει την κρυψώνα των κατασχεθέντων. Εκείνη τελείωσε τη βάρδια. Αυτός την ακολούθησε. Στο διάδρομο αντηχούσε ένας ρυθμικός ξερός θόρυβος μαζί με αναπνοές. Περπάτησε αθόρυβα ως εκεί. Από τη μισόκλειστη πόρτα την είδε πασαλειμμένη σε κίτρινο υγρό να μασουλάει πέταλα με λαιμαργία. Τα είχε φάει σχεδόν όλα. 
Η ασφυξία που του προκαλεί το σακάκι τον αναγκάζει να σηκωθεί. Του λέω πως έχουμε άλλα δέκα λεπτά. Δεν απαντάει. Κοιτάζει γύρω το χώρο διερευνητικά. Βάζει το παλτό του. Πριν φύγει λέει ότι θα ορκιζόταν πως την πρώτη μέρα που βρέθηκε εδώ μέσα υπήρχαν ζωντανά χρυσάνθεμα. 
Αποχωρεί και η εξέλιξη σχετικά με το θέμα του παραμένει στάσιμη.