Οι παραλογισμοί του Λ., συνεδρία #10


"Α... βλέπετε κύριε Ρούμπι; Μερικοί το αποκαλούν μοίρα ή πεπρωμένο. 
Συγχρονικότητα. 
Όμως εγώ αυτά τα πράγματα τα θεωρώ σχήματα μέσα στο χάος."
Jeffrey Thomas, Monstrocity

Ανοίγω την πόρτα. Με κοιτάζει στενεύοντας τις κόγχες των ματιών του. Μοιάζει κουρασμένος και γέρος. Του λείπει το θράσος των προηγούμενων φορών. Περπατά αργά σαν να βρίσκεται μέσα σε νερό. Καταβάλλει προσπάθεια για να καθίσει απέναντί μου. Κάνω επιτέλους την απόπειρα να ρωτήσω για τις κρίσεις του και τότε αυτός σηκώνεται απότομα, εκτινάσσεται με ένα άλμα προς την πολυθρόνα μου και σφραγίζει το στόμα μου με τις δυο του παλάμες. Προσπαθώ να αναπνέω κανονικά από τη μύτη και να μην επιτρέψω στους μύες του προσώπου μου να συσπαστούν. Η θέα του από αυτό το σημείο είναι αξιοπερίεργη. Παρατηρώ το κάτω μέρος του προσώπου του, τις ρυτίδες του λαιμού του, το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει κάτω από το πουκάμισο με τα μικρά τετράγωνα κουμπιά, και κυρίως τα λεπτά δάχτυλά του. Με τα χέρια του ασκεί πίεση στο στόμα μου εξακολουθητικά με αγωνία, σαν να καιροφυλακτεί πότε το σαγόνι μου θα εκραγεί. Υιοθετεί στάση και ύφος ναυτικού που προσπαθεί να βουλώσει την τρύπα στο σκάφος που βουλιάζει μόνο με τη δύναμή του και ένα πανί, αγναντεύει πρώτα επιτηδευμένα ένα γύρω το δωμάτιο και αφότου επιθεωρεί θεατρικά και το ταβάνι, αρχίζει να φωνάζει μία μία τις λέξεις του. Στο όνειρό του βλέπει ότι βρίσκεται καταμεσής μιας ηλιόλουστης λεωφόρου καθισμένος στο τσιμέντο και με νυστέρι κόβει μεγάλα κομμάτια από κάποιο κρέας που κείτεται μπροστά του. Πρόκειται για μια δύσκολη δουλειά, τα χέρια του γεμίζουν αίματα και τα παπούτσια του λερώνονται, κάτι που μισεί όταν συμβαίνει. Ζεσταίνεται αφόρητα αλλά η αποστολή πρέπει να διεκπεραιωθεί, επομένως οφείλει να τεμαχίσει τέλεια εκείνη τη σάρκα. Ξαφνικά το οδόστρωμα ραγίζει και αναδύονται σαρκοφάγα ηλιοτρόπια, πεινασμένα για το πτώμα που του ανήκει. Στο σημείο αυτό κάνει μια παύση και μετατοπίζει ελαφρώς τους καρπούς του ώστε να σιγουρέψει τη λαβή του πάνω μου. Αισθάνομαι των ιδρώτα της παλάμης του στα χείλη μου. Εισπνέει λαχανιασμένος. Ξαναρχίζει να μιλάει αλλά τώρα με ένταση ψιθύρου και τόνο απολογητικό. Πρέπει πάση θυσία να σώσει εκείνο το ψοφίμι από τα λαίμαργα φυτά. Ανοίγει το στόμα και το καταπίνει σε μεγάλες μπουκιές. Ενώ μασάει, ταυτόχρονα κλαίει, κλαίει υστερικά με όλη του την καρδιά. Τα λουλούδια τρομάζουν και αποσύρονται. Μένει μόνος του, ο ήλιος δύει και "δεν υπάρχει κανένα άλογο τριγύρω για να φύγει μαζί του".  Ο επιτονισμός της φωνής του σε αυτή την τελευταία φράση ακούγεται τόσο πικρός που προσομοιάζει λυγμό. Κλείνει τα μάτια. Αποδεσμεύω αργά τα δάχτυλά του από το στόμα μου. Τα πλέκει ανάμεσα στα μακριά λευκά μαλλιά του. Όταν τα ελευθερώνει, οι τρίχες κατά τόπους χρωματίζονται σκούρες κόκκινες. Η επιτήρηση της εξέλιξης σχετικά με το θέμα του Λ. παύει οριστικά εδώ, ακριβώς στο σημείο εκκίνησης της ζωής μου μαζί του.