Οι παραλογισμοί του Λ., συνεδρία #7



Η όψη του ήταν θλιμμένη και γύρω του υπήρχε μια κίνηση όντων, από εκείνα που αποκαλούνται ζωηρά γιατί οι ψυχές τους δηλώνονται από την κίνηση, και από εκείνα που αποκαλούνται ράθυμα, γιατί η κίνησή τους είναι εσωτερική και άδηλη.
Ruben Dario, Cuento de Pascuas

Αργεί δεκαπέντε λεπτά χωρίς να με ενημερώσει. Μπαίνει μέσα αναμαλλιασμένος. Στέκεται απέναντί μου σιωπηλός. Περνάνε δύο ή τρία λεπτά μαζί με δύο ή τρία πυροσβεστικά απ' έξω. Δε θέλει να καθίσει όταν του προτείνω, ευχαριστεί. Η φωνή του ακούγεται αλλοιωμένη, με ακονισμένο γρέζι. Ξεκινάει να περιγράφει τη μέρα του. Καθώς το κάνει, κοιτάζει μονίμως λοξά. Το κεφάλι στραμμένο λοξά, ο κορμός γερμένος λοξά, το βλέμμα καρφωμένο κάτω λοξά, τα χείλη σουφρωμένα λοξά. Έχει μεταμορφωθεί σε ένα γιγάντιο σημείο στίξης. Η ομιλία του διακόπτεται απότομα. Στρέφεται προς το μέρος μου. Λέει ότι παρατηρεί τα οστά του προσώπου μου. Πλησιάζει. Αφού τα ψηλαφίσει μου χαράσσει με το δάχτυλο αόρατες γραμμές στα σημεία όπου κατά την εκτίμησή του θα σχηματιστούν ρυτίδες. Αναλύει τη διαδικασία απώλειας του λίπους από τους ιστούς του προσώπου με την πρόοδο του γήρατος. Θυμάται ότι είχε γράψει ένα τραγούδι γι'αυτό, παλιά. Ο χρόνος τελειώνει. Φεύγει βιαστικά. Ξεχνάει στον καναπέ το σακάκι του. Επιστρέφει σύντομα. Περιεργάζεται το πηγούνι μου με την παλάμη του πριν πει αντίο. Σχολιάζει κάτι για την πυκνότητα του δέρματος. Επιδιώκει να με κάνει να νιώσω αμήχανα. Το καταφέρνει και δεν έχουμε σημειώσει καμία εξέλιξη αυτή τη φορά σχετικά με το θέμα του. (βλ. σημειώσεις συνεδριών 3, 4, 5, 6)