Ένα απόγευμα στο νοσοκομείο Τσάλμερς


Ας αρχίσουμε από αυτό: λέγεσαι Ίθαν Αλαού. Η αγαπημένη σου δραστηριότητα στην προσχολική ηλικία ήταν να αφουγκράζεσαι τις κραυγές των γάτων σε περίοδο αναπαραγωγής, μιμούμενος τις οποίες απόκτησες το δεύτερο, και διαδεδομένο σου όνομα. Στο σχολείο όντας μικρόσωμος και λεπτοκαμωμένος εύκολα γινόσουν αόρατος και κατά τη διάρκεια του μαθήματος μουσικής κατάφερνες να εγκατασταθείς πίσω από την ανοιχτή ξύλινη πόρτα, να κολλάς το αφτί σου στο κάσωμα και να παρακολουθείς εκείνες τις αντανακλάσεις του ήχου που πολύ αργότερα ο ίδιος ονομάτισες "σκοτεινές". Όταν έγινες δεκαεπτά διηύθυνες την πρώτη σου συμφωνική ορχήστρα διαρρυθμισμένη από δική σου επιλογή με άχορδα πρώην έγχορδα, απουσία πνευστών και κρουστά τοποθετημένα σε ενυδρεία. Στα είκοσί σου χρόνια συνέθεσες το πρώτο σου κονσέρτο για δύο ζευγάρια παπούτσια, ένα οποιοδήποτε υγρό πεζοδρόμιο και τέσσερα συγκεκριμένα πόδια, τα δύο δικά σου και τα δύο της αγαπημένης σου, έργο το οποίο τροποποίησες όταν η αγαπημένη σου έμεινε ανάπηρη από το λαιμό και κάτω και κατέστρεψες ολοσχερώς όταν η αγαπημένη σου σε παράτησε επιλέγοντας την οδό της ευθανασίας. Μετά από μια δεκαετία απόσυρσής σου επανήλθες με την επινόηση μιας πρωτοποριακής μεθόδου συντονισμού μουσικών συνόλων, τιτλοφορούμενη "Eye Conduct", αποκλειστικά με χρήση των αμφιβληστροειδών του μαέστρου, χωρίς τη διαμεσολάβηση κινήσεων των άνω άκρων. Γράφτηκε η βιογραφία σου, έγινες διάσημος, βαθύπλουτος και περιζήτητος αλλά μαζί με τη δόξα γύρω από το όνομά σου βοούσαν και οι φήμες ότι αρχίζεις να τρελαίνεσαι. Ειδικά μετά από την πρωτοχρονιάτικη συναυλία της φιλαρμονικής της Βιέννης όπου τα χέρια σου έτρεμαν αντί να βρίσκονται ακίνητα πίσω από την πλάτη και στο τέλος ξέσπασαν σε ένα κυμάτισμα που ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στα δάχτυλα προκαλώντας θυμηδία στο κοινό και απόγνωση στους μουσικούς. Από τότε οι εμφανίσεις σου αραίωσαν μέχρι που σταμάτησαν τελείως και τα μέσα ενημέρωσης μιλούσαν για πιθανή αυτοκτονία σου. Χτες βράδυ τα βήματα μιας βόλτας με οδήγησαν στη γέφυρα του Άλβα και το βλέμμα μου σταμάτησε στην αντανάκλαση μιας φιγούρας στο ποτάμι να διαγράφει ημικύκλια με τα χέρια της κρατώντας δύο μπαγκέτες. Πλησιάζοντας πρόσεξα ότι ανάμεσά τους κρεμόταν ένας βρόχος σχοινιού που ανά διαστήματα βυθιζόταν σε έναν κουβά και μετά την ανάσυρσή του έξω σχημάτιζε σαπουνόφουσκες. Παρακολούθησα το θέαμα απορροφημένη και πριν φύγω χειροκρότησα και σου φώναξα αυθόρμητα "μπράβο μαέστρο!". Ήρθες κοντά, μου έδωσες το σκοινί και επέμενες να σε βοηθήσω να δέσεις τους καρπούς σου μεταξύ τους. Δεν το έκανα αλλά σε οδήγησα εδώ επειδή φαινόσουν ανήμπορος. Θα σε φροντίσουν. Υποτίθεται ότι μπορούν να σου επαναφέρουν τη μνήμη και την ομιλία. Όταν κατάλαβαν ποιός είσαι και μου διηγήθηκαν την ιστορία σου, δεν εντυπωσιάστηκα γιατί δεν έχω ιδέα από μουσική. Φαντάσου ότι δεν έχω βρεθεί ποτέ σε συναυλία με μαέστρο. Ίσως χτες ήταν η πρώτη μου. 

Έπειτα έκανα έναν μακρινό περίπατο


Μια άλλη απάντηση στην τρίτη ερώτηση ενός ερωτηματολογίου που ο Μαρσέλ Προυστ απάντησε για πρώτη φορά στα δεκατρία του χρόνια

Δίπλα στο παράθυρο υπήρχε ένα κομμάτι φελιζόλ για να κρεμάμε τις ζωγραφιές μας με πινέζες. Οι πινέζες, στρόγγυλες και γυαλιστερές, έμοιαζαν με ζαχαρωτά, με κουμπιά σε κοστούμι μάγου, με μάτια ξωτικών, αλλά τις πιο πολλές φορές με τα βαμμένα νύχια της μητέρας μου. Μετά το τελευταίο κουδούνι όλοι ξεκρεμούσαν τα χαρτιά τους βιαστικά, η αίθουσα σώπαινε και το φελιζόλ λεύκαινε. Εκείνη ήταν η ώρα που οι πινέζες άρχιζαν να διηγούνται ιστορίες υποδυόμενες τους ατέλειωτους εαυτούς τους μόνο για τα μάτια μου. Ο φύλακας με πετούσε πάντα έξω ύστερα από λίγη ώρα. Παραπατώντας τότε εγώ κάτω από το κάθετο φως, είχα ακόμα λερωμένο το βλέμμα με καλειδοσκόπια, ουράνια τόξα και σαπουνόφουσκες· προσπαθούσα να περπατάω με κλειστά βλέφαρα ώστε να τα κρατήσω ζωντανά μέχρι να φτάσω σπίτι. Η λαχτάρα μου για τις πινέζες ωρίμαζε ανολοκλήρωτη, ώσπου ένα μεσημέρι αποφάσισα πως έπρεπε να τις κλέψω. Ανέβηκα σε μια καρέκλα και τρυφερά τις ελευθέρωσα από το άσπρο δεσμωτήριο ώσπου βρέθηκαν σκορπισμένες στο μωσαϊκό. Άκουσα το βήχα του φύλακα να αντηχεί στο διάδρομο. Πλησίαζε. Έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες. Μέσα σε επτά γυμνά βήματα κατάφερα να τις πατήσω όλες. Μία προς μία. Ο φύλακας με βρήκε να δένω τα κορδόνια μου. 

Πένθος στο σπίτι του δασοφύλακα


Χαράματα. Ο άντρας μου έφευγε για σκοπιά στο δάσος. Περνώντας το κατώφλι, ζήτησε να του δώσω ευχή για καλό βόλι, μα τα χείλια κολλημένα μεταξύ τους λες και είχαν ξεχάσει να μιλούν. Για να τα τιμωρήσει με φίλησε στα βρεγμένα μάτια χαιρετίζοντας. Κάθισα στο παράθυρο να τον κοιτώ που ξεμακραίνει. Και όπως τύλιγα και ξετύλιγα τις άκρες από το σάλι στ' ακροδάχτυλα, έπαψα να αγωνιώ και μια χαρά με συνεπήρε. Ωραία που θα 'ταν, έβαζα με το νου μου, να τον σκότωνέ 'ν' αγρίμι, να του ξερίζωνε την καρδιά, να κύλαγε το αίμα του ρυάκι ως την πόρτα, να το μάζευα εγώ στη σκάφη και να 'βαφα κόκκινα τα μαλλιά μου! Θε μου και να τον έσφαζε! Και τότε έκανα γέλιο τόσο δυνατό, που έσπασαν πόρτες και παράθυρα, ράγισε η σκεπή και τιναχτήκαν τα ντουβάρια, χίμηξαν αέρηδες, βροντές και καταιγίδες μέσ'το σπίτι, γκρέμισαν το τζάκι, κι έσβησε η θράκα. Κι εγώ στη μέση να γελώ ακόμα.