Danefæ #4



όσο πιο γρήγορα μπορείς να 'ρθεις στην πόλη
και να μαζέψεις τους ατίθασους σου σκύλους
κάποτε νόμιζες πως είχες δέκα φίλους
μα ένας-ένας σου την κάνα όλοι


οι σκύλοι σέρνονται στον δρόμο και γαβγίζουν
κι αγριεμένοι ψάχνουν για την μυρωδιά σου
έξω απ' το σπίτι μου στέκονται και μυρίζουν
έλα και μάζεψε τα κυνηγόσκυλά σου


να 'ρθεις να πάρεις τα σκυλιά σου, δεν τ' αντέχω
έχει δυο μήνες που χαζεύω τα λουριά τους
κι έμαθα απ' έξω όλα τα ονόματά τους
το προτιμώ να σ' αγαπώ και να μην σ' έχω.

"Οι σκύλοι", Ανατολή Αργά

Ήταν ακρίδα και φιλοξενούσε κατά καιρούς μια ποιήτρια ως κατοικίδιο σε ένα κλουβί. Αν διάβαζε ποτέ αυτή την περιγραφή θα γινόταν έξαλλος και θα φορούσε αμέσως την κουκούλα του. Όχι ότι κανείς μας τον είχε γνωρίσει στ' αλήθεια. Ήταν από εκείνα τα σιωπηλά πλάσματα, τα πολύ αόρατα μέσα στην ισχνότητα της σιλουέτας τους και στη σπανιότητα της έκθεσης του δέρματός τους στον αέρα. Από εκείνα τα νεαρά στο διηνεκές, τα σχεδόν αχρονικά στοιχεία ενός περιβάλλοντος. Τα μονίμως γνώριμα, τα ποτέ ερωτευμένα. Τον καταλάβαμε όλοι νωρίς και κανείς δεν επιτάχυνε εξαιτίας του μετά τη δεύτερη συνάντηση. Υποτίθεται ότι υπήρχε κάποιος λόγος που μαζευόμασταν εκεί. 

Ήταν αυτός που μας εγκατέλειπε συχνά, ορθόπτερο γαρ. Εκ των υστέρων ίσως δημοσίευε κάποιο σονέτο της ποιήτριάς του στην υγειά μας. Εμείς αναθαρρούσαμε και συγκεντρωνόμασταν ξανά, χωρίς ασφαλώς να περιμένουμε σοβαρά πράγματα από τον άσωτο. Οι εμφανίσεις του αραίωναν, και κανείς από τους υπόλοιπους δεν είχε δικαίωμα διάσπασης προσοχής από το στόχο. Άρχισε να ασκεί σιγά σιγά τη γοητεία του φαντάσματος, έγινε το συστατικό που λείπει και σώζει τη συνταγή. Ο αγώνας μας πύκνωνε τον επόμενο καιρό, δεν έμενε χρόνος για παρατήρηση. Άλλωστε τα πράγματα πετιούνται για κάποιο λόγο στο υποσυνείδητο. Τα πηγαίναμε περίφημα και μετρούσαμε πλέον κερδισμένα οχυρά, ενώ αποφεύγαμε να μνημονεύουμε οτιδήποτε πέρα από τα απολύτως απαραίτητα. 

Ήταν ένα μακρύ ειρωνικό βράδυ για όλους μας εν αναμονή κρίσιμου ανταποδοτικού χτυπήματος από τους "άλλους". Η σύναξη εξελισσόταν σε δύστροπη αναμονή του ξημερώματος. Συγκεκριμένα τότε επέλεξε να εμφανιστεί στο κατώφλι ξανά η ακρίδα. Δε χαιρέτησε. Όρμησε μέσα και κάθισε πάνω στο τραπέζι. Έβγαλε από μια τσέπη ένα κουρέλι και το πέταξε κάτω. Μας ενημέρωσε ότι η ποιήτρια στο κλουβί είχε αυτοκτονήσει και ότι το κομμάτι ύφασμα ήταν το μοναδικό απομεινάρι. Ο ίδιος το έπλεξε από τις τρίχες της. Αμέσως καταλάβαμε ότι η ομάδα μας εξέπνεε. Περίσσεψαν τα συνομωτικά βλέμματα. Μοιράστηκαν οι ανατριχίλες της ηδονής του οριστικού. Καπνίσαμε όσο αντέξαμε. Σιωπηλοί, μπορεί να βήξαμε μερικές φορές. Όταν νιώσαμε έτοιμοι αφήσαμε την ακρίδα να χρησιμοποιήσει τις βελόνες. Παρά το επιμένον σκοτάδι το έκανε με δεξιοτεχνία. Και η ανατολή ήρθε αργά.