Εν είδει σκοτίας (όσα μου εξομολογήθηκε ο Σ. Ρ. Δ.), #1


Oh, your mouth used to be naked
Your eyes used to be so blue 
Your hurts used to be so nameless 
And your tears used to be so few 
Now your eyes cry wolf while your mouth cries
"I'm not scared of animals like you"
Bob Dylan

Μπορώ να τρέφομαι και να πίνω μέσα από μια βελόνα στο μπράτσο μου. Μπορώ να αναπνέω μέσα από τα ρουθούνια της μύτης μου. Μπορώ να μιλάω μέσα από τα πλήκτρα της γραφομηχανής μου. Ποτέ δεν ένιωσα την ανάγκη να τραγουδήσω ή να σφυρίξω. Ποτέ δεν επιθύμησα να φιληθώ ή να φιλήσω. Θα ήθελα να είχα γεννηθεί χωρίς στόμα.

An old whaler's love song

Tha mi sgìth 's mi leam fhìn, 
Buain na rainich, buain na rainich 

Tha mi sgìth 's mi leam fhìn, 
Buain na rainich daonnan 

'S tric a bha mi fhìn 's mo leannan 
Anns a' ghleannan cheothar 
'G èisteachd còisir bhinn an doire 
Seinn sa choille chòmhail; 

'S bochd nach robh mi leat a-rithist 
Sinn a bhitheadh ceòlmhor, 
Rachainn leat gu cùl na cruinne, 
Air bhàrr tuinne a' seòladh. 

Ciod am feum dhomh bhi ri tuireadh? 
Dè ni tuireadh dhomhsa 
'S mi cho fada o gach duine 
B' urrainn tighinn gam chòmhnadh? 

Το ξημέρωμα κατεβαίνει στην αμμουδιά και κόβει φτέρες για να τις πουλήσει στην αγορά. Σε όποιον πλησιάζει τον πάγκο του εκμυστηρεύεται: «Όταν ήμουν πλούσιος αγόρασα τριάντα εννέα ανεμόμυλους και ένα κοπάδι φάλαινες. Βίδωσα από έναν στη ράχη καθεμιάς, τις ελευθέρωσα και μπάρκαρα στο κατόπι τους με το πρώτο φαλαινοθηρικό που ξεκινούσε για το Βόρειο Ατλαντικό. Μη με περνάς για κακό ή παράξενο άνθρωπο και μην πιστεύεις φήμες ότι πίνω. Σου ορκίζομαι ότι τα έκανα όλα μόνο για να βλέπω, περνώντας από τα ανοιχτά του Σιλάι κάθε Αύγουστο, να με χαιρετούν με τα καπέλα τους η Έηλι και η Ίλα, κόρες του φαροφύλακα, η μία πιο όμορφη από την άλλη. Από τότε που ο φάρος τους γκρεμίστηκε από κεραυνό ξεμπάρκαρα και γυρίζω τα χωριά μαζεύοντας φτέρες κοντά στη θάλασσα. Περιμένω να εμφανιστούν ανεμόμυλοι όποτε κοιτώ προς τον ορίζοντα αλλά ακόμα τίποτα.»

Κατάστρωμα Ημερολογίου Χωρίς Συγκεκριμένη Αρίθμηση


Στο άδειο σημειωματάριο φαντάζομαι όλες τις λέξεις και τις εικόνες καθώς γυρίζω τις σελίδες ξανά και ξανά. Είναι κάθε φορά η ίδια ιστορία. Με λευκά γάντια εφαρμοσμένα στις παλάμες σφίγγω ένα μαχαίρι ξανά και ξανά. Είναι κάθε φορά η ίδια κηλίδα. Από την πόρτα του κλουβιού με τις αράχνες κλέβω το κλειδί ξανά και ξανά. Είναι κάθε φορά η ίδια συντροφιά. Το μόνο παιχνίδι που με διασκεδάζει πια είναι να κρατάω την αναπνοή μου.