Έπειτα έκανα έναν μακρινό περίπατο


Μια άλλη απάντηση στην τρίτη ερώτηση ενός ερωτηματολογίου που ο Μαρσέλ Προυστ απάντησε για πρώτη φορά στα δεκατρία του χρόνια

Δίπλα στο παράθυρο υπήρχε ένα κομμάτι φελιζόλ για να κρεμάμε τις ζωγραφιές μας με πινέζες. Οι πινέζες, στρόγγυλες και γυαλιστερές, έμοιαζαν με ζαχαρωτά, με κουμπιά σε κοστούμι μάγου, με μάτια ξωτικών, αλλά τις πιο πολλές φορές με τα βαμμένα νύχια της μητέρας μου. Μετά το τελευταίο κουδούνι όλοι ξεκρεμούσαν τα χαρτιά τους βιαστικά, η αίθουσα σώπαινε και το φελιζόλ λεύκαινε. Εκείνη ήταν η ώρα που οι πινέζες άρχιζαν να διηγούνται ιστορίες υποδυόμενες τους ατέλειωτους εαυτούς τους μόνο για τα μάτια μου. Ο φύλακας με πετούσε πάντα έξω ύστερα από λίγη ώρα. Παραπατώντας τότε εγώ κάτω από το κάθετο φως, είχα ακόμα λερωμένο το βλέμμα με καλειδοσκόπια, ουράνια τόξα και σαπουνόφουσκες· προσπαθούσα να περπατάω με κλειστά βλέφαρα ώστε να τα κρατήσω ζωντανά μέχρι να φτάσω σπίτι. Η λαχτάρα μου για τις πινέζες ωρίμαζε ανολοκλήρωτη, ώσπου ένα μεσημέρι αποφάσισα πως έπρεπε να τις κλέψω. Ανέβηκα σε μια καρέκλα και τρυφερά τις ελευθέρωσα από το άσπρο δεσμωτήριο ώσπου βρέθηκαν σκορπισμένες στο μωσαϊκό. Άκουσα το βήχα του φύλακα να αντηχεί στο διάδρομο. Πλησίαζε. Έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες. Μέσα σε επτά γυμνά βήματα κατάφερα να τις πατήσω όλες. Μία προς μία. Ο φύλακας με βρήκε να δένω τα κορδόνια μου.