Πένθος στο σπίτι του δασοφύλακα


Χαράματα. Ο άντρας μου έφευγε για σκοπιά στο δάσος. Περνώντας το κατώφλι, ζήτησε να του δώσω ευχή για καλό βόλι, μα τα χείλια κολλημένα μεταξύ τους λες και είχαν ξεχάσει να μιλούν. Για να τα τιμωρήσει με φίλησε στα βρεγμένα μάτια χαιρετίζοντας. Κάθισα στο παράθυρο να τον κοιτώ που ξεμακραίνει. Και όπως τύλιγα και ξετύλιγα τις άκρες από το σάλι στ' ακροδάχτυλα, έπαψα να αγωνιώ και μια χαρά με συνεπήρε. Ωραία που θα 'ταν, έβαζα με το νου μου, να τον σκότωνέ 'ν' αγρίμι, να του ξερίζωνε την καρδιά, να κύλαγε το αίμα του ρυάκι ως την πόρτα, να το μάζευα εγώ στη σκάφη και να 'βαφα κόκκινα τα μαλλιά μου! Θε μου και να τον έσφαζε! Και τότε έκανα γέλιο τόσο δυνατό, που έσπασαν πόρτες και παράθυρα, ράγισε η σκεπή και τιναχτήκαν τα ντουβάρια, χίμηξαν αέρηδες, βροντές και καταιγίδες μέσ'το σπίτι, γκρέμισαν το τζάκι, κι έσβησε η θράκα. Κι εγώ στη μέση να γελώ ακόμα.