Βυθός (φλουοροαγγειογραφία), ii


Κάποτε κάποιος θέλησε να πεθάνει. Επέλεξε τον πνιγμό γιατί θα χρειαζόταν μόνο ένα βαρίδιο κι ένα γερό σκοινί. Κατέβηκε στην αμμουδιά, βρήκε μια πέτρα και την έσυρε μέχρι εκεί που ξεκινούσε το νερό. Συνειδητοποίησε ότι του έλειπε το σκοινί. Μάταια έψαξε στην παραλία. Τελικά στάθηκε απογοητευμένος στα ρηχά και άρχισε να κλαίει. Μετά άρχισε να κολυμπάει προς τα μέσα και, καθώς τα αλμυρά δάκρυα ενώνονταν με τις εξίσου αλμυρές κορυφές των κυμάτων, αισθάνθηκε κάτι τραχύ να ακουμπά τον αγκώνα του. Ήταν η άκρη ενός σκοινιού. Ευγνωμονώντας την απροσδόκητη τύχη του, το έπιασε με τα δόντια και με γρήγορες απλωτές βγήκε στη στεριά. Ανυπόμονα άρχισε να τραβάει το σκοινί προς τα έξω. Όσο τραβούσε και το σκοινί δεν τελείωνε παρατήρησε κάτι: με κάθε του τράβηγμα η στάθμη της θάλασσας χαμήλωνε μερικά χιλιοστά. Συνέχισε να ανασύρει επίμονα το σκοινί, ελαφρά παραξενεμένος, ώσπου νύχτωσε, ξημέρωσε και νύχτωσε ξανά. Σταμάτησε για να ξεκουραστεί. Σηκώνοντας το βλέμμα αντίκρισε τον ορίζοντα σαν ξεκρέμαστο να έχει πέσει κάτω. Το νερό που είχε απομείνει ήταν τόσο λίγο που σχημάτιζε μικρές λακκούβες εδώ κι εκεί ενώ πίσω από την πλάτη του εκτεινόταν μια απέραντη έκταση κουλουριασμένου σκοινιού. Άχρηστο τώρα που είχε ξηλώσει ολόκληρη τη θάλασσα. 

Κοίταξε δειλά προς τα πάνω αναζητώντας κάποιο ταβάνι και ίσως μια λάμπα.