Veneranda (volete andarvene anche voi?), #4


Γυρνώντας κάθε μέρα από το σχολείο περνάω από το καφενείο για να πάρω τα κλειδιά του σπιτιού που αφήνει εκεί η μητέρα μου. Εκείνη την ώρα ποτέ δεν έχει κόσμο. Μόλις φτάνω, ανοίγω την τζαμόπορτα που τρίζει, την ξανακλείνω με δυσκολία, πηγαίνω κατευθείαν στην κυρία Μπ. στο ταμείο, την αφήνω να μου χαϊδέψει το κεφάλι και της ζητάω τα κλειδιά. Όσο ψάχνει σκυμμένη στα ντουλάπια κάτω από τον πάγκο και δε με βλέπει, με την άκρη του ματιού μου βρίσκω ευκαιρία και κοιτάζω για λίγο πίσω από τον αριστερό μου ώμο το γωνιακό τραπέζι με τη μία καρέκλα όπου κάθεται εκείνος ο κύριος. Είναι ψηλός, πολύ λεπτός, φοράει τσαλακωμένο καπέλο, σκονισμένο μαύρο σακάκι, γυαλιά στην άκρη της μύτης του, και κάθεται πάντα στο ίδιο τραπέζι έχοντας μπροστά του ένα βιβλίο. Φαίνεται ότι του αρέσουν πολύ τα βιβλία. Μόνο που τα διαβάζει κάπως παράξενα. Πλησιάζει την άκρη της γλώσσας του στην κάθε σελίδα και γλείφει μία μία τις γραμμές του κειμένου. Όταν φτάνει στη μέση της σελίδας, τραβιέται πίσω, καταπίνει, και μετά συνεχίζει. Κανένας δε μιλάει γι'αυτόν και εγώ, που τον παρατηρώ κρυφά, ντρέπομαι να ρωτήσω. Χτες τη στιγμή που τον κρυφοκοίταξα με είδε, έκανε στροφή στην καρέκλα του, άνοιξε το στόμα και μου έδειξε τη γλώσσα του. Ήταν κατάμαυρη.