Veneranda (volete andarvene anche voi?), #1


Από τότε που προσλάβαμε επιπλέον κηπουρούς η ζωή στην αγροικία κυλούσε τόσο αργή και άδεια. Τουλάχιστον παλαιότερα βοηθούσα στο κλάδεμα των θάμνων. Τώρα το μόνο που μου επιτρεπόταν να κάνω όταν έβγαινα στους κήπους ήταν να κάθομαι στην κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς που είχε πεθάνει τον περασμένο Αύγουστο και από τότε έμενε αχρησιμοποίητη. Οι κηπουροί εργάζονταν νυχθημερόν για να καθιερώσουν μια χειρουργικής ακρίβειας ιπποδάμεια ρυμοτομία ανάμεσα στα λουλούδια και τα δέντρα μας και εγώ τους κοίταζα μασώντας ένα κοτσάνι αγριομολόχας που είχα κόψει χωρίς να με αντιληφθεί ο επιστάτης. Μερικές φορές καθώς λικνιζόμουν πέρα δώθε καθιστός και έπληττα, με έπαιρνε ο ύπνος. Ένα από εκείνα τα νωχελικά απογεύματα με ξύπνησαν απότομα ανοίκειοι ήχοι. Πριν προλάβω να βεβαιωθώ ότι έχω ξεμπλέξει από τις ίνες των ονείρων μου, είδα τον πρώτο να περνάει αθόρυβα μπροστά από το φράχτη μας. Ένας λευκοντυμένος άντρας πάνω σε μια καμήλα. Από πίσω του ακολουθούσε κι άλλος, και μετά κι άλλος, κι άλλος, σηκώθηκα λοιπόν κι εγώ όρθιος πάνω στην κουνιστή πολυθρόνα και, κρατώντας με δυσκολία την ισορροπία μου, δοκίμασα να αγναντέψω. Μέχρι εκεί που έφτανε ο ορίζοντας, είδα ότι ένα ολόκληρο καραβάνι ξετύλιγε φιδωτά την ουρά του. Πλησίασα την αυλόπορτα και προσπάθησα να τους απευθύνω το λόγο, να τους φωνάξω να σταματήσουν, να τους ρωτήσω από πού έρχονται, τί γυρεύουν σε ένα μέρος σαν κι αυτό, και αν χρειάζονται νερό. Κανένας τους δε φάνηκε να με προσέχει. Τα πρόσωπά τους ήταν σκαμμένα από τις στερήσεις, οι πλάτες τους καμπουριασμένες, τα χέρια τους έτρεμαν και ίσως να μη τους είχε μείνει δύναμη ούτε για να μιλήσουν πια. Ήταν οι πιο κουρασμένοι άνθρωποι που είχα δει ποτέ. Όταν η σκιά και του τελευταίου καβαλάρη έσβησε πίσω από τον πιο μακρινό λόφο, ήταν προχωρημένη νύχτα. Σηκώθηκα από την κουνιστή πολυθρόνα, μπήκα στο σπίτι και πήρα δύο βελόνες, δύο κεριά, και έναν μεγεθυντικό φακό. Από τότε, κάθε βράδυ, ακολουθώ σταθερά την ίδια διαδικασία: ανάβω το ένα κερί, λιώνω λίγο-λίγο το άλλο, ενώ με ανεπαίσθητες κινήσεις των δαχτύλων μου και χρησιμοποιώντας τη μια βελόνα σαν σπάτουλα, σχηματίζω μορφές από καμήλες μέσα στο μάτι της άλλης βελόνας, επιβλέποντας το αποτέλεσμα μέσα από το μεγεθυντικό φακό. Πάνε μήνες που εξασκούμαι ασταμάτητα, και ο μεγαλύτερος αριθμός από καμήλες που κατάφερα να χωρέσω στο μάτι κάποιας βελόνας μέχρι στιγμής είναι εννέα. Οι κηπουροί μάταια έρχονται καμιά φορά να με ρωτήσουν γιατί δε ρεμβάζω όπως παλιά έξω στην κουνιστή πολυθρόνα. Δεν φαίνεται να τους προσέχω. Όταν κουβεντιάζουν μεταξύ τους, κρυφακούω να λένε ότι το πρόσωπό μου είναι σκαμμένο από τις στερήσεις, η πλάτη μου καμπουριασμένη, τα χέρια μου τρέμουν και ότι ίσως να μη μου έχει μείνει δύναμη ούτε για να μιλήσω πια. Χθες μάλιστα, ο νεαρότερος κηπουρός έλεγε πως είμαι ο πιο κουρασμένος άνθρωπος που έχει δει ποτέ. 

Paciència. Estem plantant. ,#4


Τον καιρό που ακόμα μάθαινε να μιλάει, να μασάει και να διαβάζει, κάποιος της άφησε στην πόρτα μια γλάστρα με λεβάντα που περιείχε ένα σημείωμα όπου έγραφε σε πολυτονικό: "εν δε φάει και όλεσσον". Αμέσως πρόθυμα τη μεταφύτεψε στον κήπο. Όποτε ο ύπνος δεν τη βοηθάει να απουσιάσει από τη νύχτα, ακολουθεί την εξής τελετουργία: Στέκεται μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου και χρησιμοποιώντας το οδοντικό νήμα αργά και μεθοδικά αφαιρεί από το στόμα της ένα δόντι τη φορά. Μετά το θάβει προσεκτικά στο χώμα της αυλής πάντα στο ίδιο σημείο κάτω από τον ίδιο θάμνο. Κάθε επόμενο πρωί καμαρώνει το θάμνο και θαυμάζει πόσο αποτελεσματικά ενεργεί για την ανάπτυξή του το κοκάλινο λίπασμα της αϋπνίας της που τον ταΐζει. Ποτέ δεν έχει ποτίσει και ποτέ δεν έχει κλαδέψει η ίδια αυτό το φυτό και ούτε μία φορά δεν έχει αναρωτηθεί πώς εκείνο εξακολουθεί να θάλλει. Πριν δύο φεγγάρια εναπόθεσε με φροντίδα το τελευταίο δόντι από την παιδική της οδοντοφυΐα στη σκιά των φύλλων του. Από τότε ακάθεκτη συνεχίζει να κερνάει ένα- ένα ακόμα και τα τελευταία ενήλικα δόντια της στα ιώδη λουλούδια, των οποίων τα πέταλα περιβάλλει με μια κραυγαλέα στοργή, απολύτως μη αναμενόμενη με βάση τα δεδομένα του πειράματος.