νήμα της στάθμης, #4


Έχυσε κάτω στο χώμα το κρασί που σκόπευε να πιει μονορούφι και σχηματίστηκε μια μικρή κόκκινη λίμνη. Είχε φορέσει όλα του τα κοσμήματα, τα παράσημα, τα μετάλλια, την καλή του μακριά περούκα και το καπέλο του ναυάρχου, δύο κοστούμια το ένα πάνω από το άλλο και τρία ζευγάρια παπούτσια με κρεμασμένα κουδουνάκια. Στην αρχή έκανε μερικά βήματα γύρω από το άλογο και μετά το έλυσε. Τον άφησε να καβαλήσει χωρίς να φέρει αντίσταση. Οι οπλές του πατούσαν νευρικά μέσα στη λακκούβα του κρασιού. Το χτύπησε στο λαιμό και ξεκίνησε να καλπάζει προς το σκοτάδι που ανοιγόταν μπροστά. Είχε ακούσει πως οι αποστάσεις τη νύχτα μετριούνται με τις θέσεις των αστέρων τ'ουρανού. Δοκίμασε να κοιτάξει προς τα πάνω αλλά έτρεχαν τόσο γρήγορα που αντί για άστρα και γαλαξία είδε κίτρινα νήματα και ομίχλη. Είχε ακούσει πως οι αποστάσεις τη νύχτα υπολογίζονται από τα πιο μακρινά γαβγίσματα των σκύλων. Δοκίμασε να αφουγκραστεί αλλά τα ρούχα που φορούσε κάλυπταν τα πάντα με μεταλλικό θόρυβο. Το πρωί τον βρήκε η μάνα του ξαπλωμένο μπρούμυτα στο χώμα της αυλής να γλείφει κάτι κόκκινες λάσπες, ενώ το άλογο κοιμόταν δίπλα του. Τον σήκωσε, τον μάζεψε και τον έπλυνε, κάθε μέρα τα ίδια.