Paciència. Estem plantant. ,#2


Το σπίτι ήταν πράσινο καλυμμένο με κισσό από τη στέγη μέχρι το κατώφλι της εισόδου. Μια παχιά στρώση από βρύα και σκούρους μύκητες, σκέπαζε τα έπιπλα μέσα του. Στη μεγάλη σάλα, ένας  χοντρός κορμός διαπερνούσε το ταβάνι και συνεχιζόταν μέσα στη σοφίτα τρυπώντας τελικά τα κεραμίδια της στέγης. Όταν άνοιξα μερικά σκεύη στην κουζίνα ανακάλυψα φωλιές από σκαντζόχοιρους, και κάτω από το χαλί του υπνοδωματίου άλλαζε δέρμα ένα φίδι. Από τα ράφια της βιβλιοθήκης εμφανίζονταν ουρές σκίουρων και ακούγονταν δρυοκολάπτες, ενώ οι σελίδες των βιβλίων ανήκαν στον πληθυσμό των λεπιδόπτερων, και μόνο τα σκληρά χαρτονένια κελύφη μερικών έμεναν άθικτα σκεπασμένα με μονοπάτια μυρμηγκιών. Εγκαταστάθηκα σε εκείνο το σπίτι τη στιγμή που η αρρώστια είχε ήδη ρίξει τα μαλλιά από το κεφάλι μου και άρχιζε να μου ξεκολλάει και τα νύχια. Μέρα με τη μέρα το δέρμα μου αφυδατωνόταν και ξεφλούδιζε, ενώ τα κόκαλά μου είχαν γεμίσει πόρους και  κάθε λίγο κινδύνευαν να σπάσουν. Είχα αφήσει ένα τσουβάλι με πατάτες στην αποθήκη και ένα απόγευμα αποφάσισα να μαγειρέψω μερικές. Κατέβηκα προσεκτικά τη σκάλα για το υπόγειο και τις βρήκα να έχουν βλαστήσει και να περικυκλώνονται από σκληρούς μίσχους και φύλλα. Τότε κατάλαβα ότι ήμουν το λιγότερο ζωντανό πράγμα μέσα σε εκείνο σπίτι και μετακόμισα στο διαμέρισμα ενός έκτου ορόφου όπου και πέθανα. 

Paciència. Estem plantant. ,#1


Εκείνο το πρωί θύμωσε και γι' αυτό αποφάσισε να ελευθερώσει τις σαλαμάνδρες που μεγάλωνα από μικρή στο υπόγειο. Έφυγαν γρήγορα προς το δάσος. Λυπήθηκα πολύ. Τις πρώτες μέρες άρχισα να προχωράω με τα τέσσερα μέσα στο σπίτι μπουσουλώντας, μετά δοκίμασα να ακουμπάω κάτω και την κοιλιά μου, ύστερα έκοψα μέχρι τη ρίζα τα μαλλιά και έβγαλα τα ρούχα μου, και συχνά με τη γλώσσα μου έγλειφα τα έπιπλα και το πάτωμα, καθώς ταυτόχρονα προσπαθούσα να περπατήσω στις πόρτες και στους τοίχους αλλά έπεφτα κάτω συνέχεια χωρίς να τα καταφέρνω. Ακόμα βρίσκομαι στο υπόγειο, περιμένοντας να θυμώσει ξανά και να μου ανοίξει για να φύγω γρήγορα προς το δάσος.

νήμα της στάθμης, #4


Έχυσε κάτω στο χώμα το κρασί που σκόπευε να πιει μονορούφι και σχηματίστηκε μια μικρή κόκκινη λίμνη. Είχε φορέσει όλα του τα κοσμήματα, τα παράσημα, τα μετάλλια, την καλή του μακριά περούκα και το καπέλο του ναυάρχου, δύο κοστούμια το ένα πάνω από το άλλο και τρία ζευγάρια παπούτσια με κρεμασμένα κουδουνάκια. Στην αρχή έκανε μερικά βήματα γύρω από το άλογο και μετά το έλυσε. Τον άφησε να καβαλήσει χωρίς να φέρει αντίσταση. Οι οπλές του πατούσαν νευρικά μέσα στη λακκούβα του κρασιού. Το χτύπησε στο λαιμό και ξεκίνησε να καλπάζει προς το σκοτάδι που ανοιγόταν μπροστά. Είχε ακούσει πως οι αποστάσεις τη νύχτα μετριούνται με τις θέσεις των αστέρων τ'ουρανού. Δοκίμασε να κοιτάξει προς τα πάνω αλλά έτρεχαν τόσο γρήγορα που αντί για άστρα και γαλαξία είδε κίτρινα νήματα και ομίχλη. Είχε ακούσει πως οι αποστάσεις τη νύχτα υπολογίζονται από τα πιο μακρινά γαβγίσματα των σκύλων. Δοκίμασε να αφουγκραστεί αλλά τα ρούχα που φορούσε κάλυπταν τα πάντα με μεταλλικό θόρυβο. Το πρωί τον βρήκε η μάνα του ξαπλωμένο μπρούμυτα στο χώμα της αυλής να γλείφει κάτι κόκκινες λάσπες, ενώ το άλογο κοιμόταν δίπλα του. Τον σήκωσε, τον μάζεψε και τον έπλυνε, κάθε μέρα τα ίδια.