νήμα της στάθμης, #3


Υποφέρω από τον κίτρινο πυρετό, από τότε που γύρισα από το ορυχείο. Όπως και τόσοι άλλοι. Τα μάτια μου είναι κίτρινα. Ανάμεσα στα φρύδια μου αισθάνομαι σαν να έχει σφηνωθεί ένας σιδερένιος επίδεσμος. Η γλώσσα μου μοιάζει με νησίδα άμμου και η κεντρική της ράβδωση με σκουριασμένη ραφή. Το στόμα μου έχει γεύση από ανείπωτα πράγματα, μια γεύση με νύχια και κέρατα, πτερύγια και φτερά μαζί. Το κεφάλι μου ζυγίζει έναν τόνο ή περισσότερο και μέσα του βρυχώνται σαράντα θύελλες. Τα βράδια τραγουδάω τον ψαλμό για να γαληνέψω αλλά ο ψαλμός προσελκύει κοντά μου τα παιδιά. Έρχονται κατά πάνω μου σαν υπνωτισμένα, με φιλάνε, με αγκαλιάζουν, με δαγκώνουν, κάνουν τα πάντα για να κολλήσουν τον πυρετό.