νήμα της στάθμης, #3


Υποφέρω από τον κίτρινο πυρετό, από τότε που γύρισα από το ορυχείο. Όπως και τόσοι άλλοι. Τα μάτια μου είναι κίτρινα. Ανάμεσα στα φρύδια μου αισθάνομαι σαν να έχει σφηνωθεί ένας σιδερένιος επίδεσμος. Η γλώσσα μου μοιάζει με νησίδα άμμου και η κεντρική της ράβδωση με σκουριασμένη ραφή. Το στόμα μου έχει γεύση από ανείπωτα πράγματα, μια γεύση με νύχια και κέρατα, πτερύγια και φτερά μαζί. Το κεφάλι μου ζυγίζει έναν τόνο ή περισσότερο και μέσα του βρυχώνται σαράντα θύελλες. Τα βράδια τραγουδάω τον ψαλμό για να γαληνέψω αλλά ο ψαλμός προσελκύει κοντά μου τα παιδιά. Έρχονται κατά πάνω μου σαν υπνωτισμένα, με φιλάνε, με αγκαλιάζουν, με δαγκώνουν, κάνουν τα πάντα για να κολλήσουν τον πυρετό.

νήμα της στάθμης, #2


Ήρθε για άλλη μια φορά η άνοιξη. Ένα αγόρι ταΐζει κάτι μικρά ζώα που έχουν μαζευτεί γύρω από το άγαλμα στην πλατεία. Δεν είναι περιστέρια, είναι ένα πλήθος από μαύρα σκυλιά, πολύ μικρά, σε μέγεθος πουλιού. Δεν τους ρίχνει ψίχουλα, σκίζει κομματάκια κομματάκια από το δέρμα των χεριών του και τα σκορπάει γύρω τους. Αυτά ορμάνε να τα πιάσουν όσο είναι ακόμα στον αέρα και παρόλο που δεν έχουν φτερά καταφέρνουν τέτοια άλματα ώστε το αγόρι τρομάζει, τραβιέται απότομα πίσω και πέφτει μέσα στην αγκαλιά του αγάλματος. Η άνοιξη είναι η αγαπημένη εποχή του μαρμάρινου ανδριάντα.