Τρόποι για να φτάσεις στην Ινδοκίνα, #1


Χιόνιζε ακατάπαυστα. Βγήκαν από το αμάξι όταν έφτασαν στην άμμο. Η παραλία έμοιαζε με σεληνιακό τοπίο. Είχαν μαζί τους τα σκυλιά, τρία μεγάλα κυνηγόσκυλα. Άναψαν μια φωτιά με χαρτιά από εφημερίδες και πακέτα τσιγάρων. Φορούσαν και οι δύο σκούφο. Η μητέρα φορούσε έναν πράσινο με γκρίζες ρίγες. Ήπιαν ένα μπουκάλι αψέντι. Έπιναν από το στόμιο. Τα σκυλιά έπαιζαν με το χιόνι. Ο γιός πήγε πίσω στο αμάξι και έφερε και το δεύτερο μπουκάλι. Το ήπιαν πιο γρήγορα. Την άγγιξε στο λαιμό. Εκείνη δεν αντιστάθηκε. Τη φίλησε στο στόμα. Πρώτη φορά φιλούσε άνθρωπο με δική του πρωτοβουλία. Εκείνη δεν τραβήχτηκε. Της εξομολογήθηκε ότι από την εφηβεία του ήταν ερωτευμένος μαζί της. Εκείνη τα δεχόταν όλα μισοκλείνοντας τα μάτια και μουρμουρίζοντας ναι. Τα σκυλιά είχαν κρυώσει. Κουλουριάστηκαν μπροστά στη φωτιά και κοιμήθηκαν αμέσως. Της είπε πως ό,τι και αν κάνει γι'αυτήν είναι λίγο, πως δεν υπάρχει τρόπος για να της δείξει πόσο τη λατρεύει. Εκείνη συνοφρυώθηκε. Της είπε ότι θα ήθελε πολύ να της πει το μυστικό του, να το πει μόνο σ'αυτήν. Εκείνη ψιθύρισε σταμάτα επιτέλους και χάιδεψε το πιο κοντινό της σκυλί. Τότε άρχισε να ξεβιδώνει σιγά σιγά το αριστερό του χέρι. Το στριφογύρισε αρκετές φορές στη βάση του ώμου και μετά το άφησε μπροστά στα πόδια της. Το πρόσωπό της φωτίστηκε και χαμογέλασε προκλητικά. Συνέχισε, του είπε.