6 feet under


Πάντοτε περπατούσε υπερβολικά αργά και σχολαστικά. Όχι από ραθυμία ούτε από ονειροπόληση, ούτε καν από επιφύλαξη ή από παρατηρητικότητα. Έζησε πιστεύοντας ότι έχει γεννηθεί πάνω σε ξυλοπόδαρα βυθισμένα στο έδαφος. Μάλιστα λαμβάνοντας υπόψη την αντίσταση του εκάστοτε υπόγειου υλικού κάτω από τις αόρατες δίδυμες κορυφές στις οποίες ισορροπούσε αναπροσάρμοζε τον ρυθμό του βηματισμού του. Μου το εκμυστηρεύτηκε στην εκπνοή του σύντομου βίου του, γιατί παραξενεύτηκα όταν με ρώτησε αν είχα γνωρίσει ποτέ άλλον ακροβάτη που να κατασκευάζει σήραγγες. 

Time Assuages (χωρίς αναισθητικό)


En greu esmay et en greu pessamen
an mes mon cor et en granda error
li lauzengier e.lh fals devinador,
abayssador de ioy e de ioven,
qar vos q’eu am mais que res qu’el mon sia
an fait de me departir e lonhar
si q’ieu no.us puesc vezer ni remirar,
don muer de dol, d’ira e de feunia.
Clara d’Anduza

Ένα ατύχημα κάποτε μου κόστισε το ένα μου πόδι. 

Με αφορμή την τότε επιβεβλημένη ακινησία και την επιθυμία απαγκίστρωσης από τον πόνο αποφάσισα να επιδοθώ σε μια πνευματική δραστηριότητα που με απασχολούσε καιρό. Αποπειράθηκα να εφεύρω έναν χρονοεπιταχυντή. Αφοσιώθηκα για μήνες στη μελέτη πλήθους επιστημονικών συγγραμμάτων, αντιπαρέβαλα αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες, συνέθεσα αποκλίνοντα συμπεράσματα, εμβάθυνα σε αφανείς παραμέτρους και αμφιλεγόμενες πτυχές του ζητήματος. Εν τέλει κατόρθωσα οπισθοχωρώντας αργά και μεθοδικά να ακολουθήσω το νήμα έξω από τους διανοητικούς λαβυρίνθους και να καταρτίσω τα λεπτομερή σχέδια της πολυπόθητης μηχανής. Το μόνο που έμενε πλέον ήταν η κατασκευή της. 

Επισκέφτηκα το εργαστήριο του πιο έμπειρου ωρολογοποιού στον κόσμο για να του αναθέσω την συναρμολόγηση. Μου προξένησε θετική εντύπωση η διακριτικότητα με την οποία αντιμετώπισε την εμμονή της υλοποίησής της από μέρους μου και θεώρησα ασφαλές να τον εμπιστευτώ.

Όταν ξύπνησα δεν είχα απολύτως καμία χωροχρονική συναίσθηση. Κατάλαβα ότι βρίσκομαι σε οριζόντια στάση ακινητοποιημένη σε πάνω σε κάποια σκληρή επιφάνεια και ότι το ελαφρώς τριγωνικό κεφάλι του ωρολογοποιού με παρατηρεί από κάπου ψηλότερα. Πριν προλάβω να ζητήσω πληροφορίες για την τροπή της κατάστασης τον άκουσα να αναγγέλει απότομα: «πάμε» και στη συνέχεια τον είδα να απομακρύνεται από το οπτικό μου πεδίο. 

Ό, τι διαδραμίστηκε στο εξής ήταν ραγδαίο και οδυνηρό. Το δεξί μου χέρι εξαναγκασμένο από ιμάντες περικύκλωσε ακαριαία το κεφάλι μου, το αριστερό μου χέρι κόλλησε στον εξαρθρωμένο δεξί μου ώμο ενώ το δεξί και μοναδικό μου πόδι περιστράφηκε έως ότου ο γοφός έσπασε και ακούμπησε στο δεξί πλευρό. 

Το ρολόι που θα συντόμευε το χρόνο έμεινε χωρίς δείκτες. Οι στιγμές διαδέχονταν η μία την άλλη απαράλλακτα με πριν. Η μερική αναπηρία μετατράπηκε σε ολική καθώς τα τρία μου εναπομείναντα άκρα αχρηστεύτηκαν οριστικά.  

Ο ωρολογοποιός παρέλαβε ανέκφραστος την αμοιβή του και εγώ συνεχίζω να διανύω τη θητεία μου στην αδημονία. 

Βυθός (φλουοροαγγειογραφία), iv


και ο ίδιος ο συνθέτης, Γ. Ε., άλλη μια παραλλαγή του θέματος

Έχει εκδώσει ποίηση, πεζά, μικρά δοκίμια για τη μουσική και γαστρονομικά κείμενα ενώ παράλληλα έχει διατελέσει μουσικός παραγωγός αξιόλογου προγράμματος του δημόσιου ραδιοφώνου, και εξακολουθεί. Έχει τιμηθεί με κρατικά βραβεία και διακρίσεις ακαδημιών, και εξακολουθεί. Έχει υπάρξει δάσκαλος, έχει υμνήσει δασκάλους, και εξακολουθεί. Έχει ταξιδέψει αρθρογραφώντας, έχει αρθρογραφήσει ταξιδεύοντας, και εξακολουθεί. 

Διατηρεί στην κατοχή του ένα αξιοσημείωτα ευμεγέθες ενυδρείο που δεσπόζει στον τοίχο του σαλονιού κάτω από τη σκάλα. Εκτρέφει εκεί έναν πληθυσμό από εκατό ιππόκαμπους, ενενήντα εννέα αρσενικούς και έναν θηλυκό. Φροντίζει να υποθάλπει σταθερά τον αριθμό και την αναλογία τους. Γνωρίζει το μηχανισμό και τους ρυθμό αναπαραγωγής των ιδιότυπων θαλάσσιων ενοίκων του μικρογραφημένου βυθού του, που επισήμως αποκαλούνται χορδωτά συγναθόμορφα ακτινοπτερύγια. Διακρίνει τις ενδείξεις προχωρημένων σταδίων κυοφορίας στη σωματική τους διάπλαση. 

Ξεσκίζει τις κοιλιές των ετοιμόγεννων αρσενικών με ένα νυστέρι κάθε χρόνο στην επέτειο των γενεθλίων του γιου του.

Έχει πενθήσει, και εξακολουθεί.

Βυθός (φλουοροαγγειογραφία), iii


Το πηγάδι, το σκοινί και ο κουβάς είναι τρεις άγριες μεταβλητές που συμμετέχουν σε μια ήμερη εξίσωση. 
Όταν ο κουβάς είναι μια δαχτυλήθρα και το σκοινί μια κλωστή, η εμβύθιση στο πηγάδι και έπειτα η ανέλκυση επιφέρουν τη συνειδητοποίηση ότι περιέχει μέλι. 
Όταν ο κουβάς είναι χρυσός και το σκοινί μια πλατινένια αλυσίδα, η κάθοδος αποδεικνύεται μοιραία καθώς το πηγάδι αρχίζει να θέτει τα πιο δυσεπίλυτα αινίγματα ως λύτρα απελευθέρωσης. 

Όταν ο κουβάς είμαι εγώ και το σκοινί πάλι εγώ, μετά την πτώση στον πάτο του πηγαδιού και με την πάροδο του αφόρητου πόνου γίνεται εφικτή η ενατένιση ενός απόλυτα κυκλικού κάδρου έναστρης νύχτας.

Βυθός (φλουοροαγγειογραφία), ii


Κάποτε κάποιος θέλησε να πεθάνει. Επέλεξε τον πνιγμό γιατί θα χρειαζόταν μόνο ένα βαρίδιο κι ένα γερό σκοινί. Κατέβηκε στην αμμουδιά, βρήκε μια πέτρα και την έσυρε μέχρι εκεί που ξεκινούσε το νερό. Συνειδητοποίησε ότι του έλειπε το σκοινί. Μάταια έψαξε στην παραλία. Τελικά στάθηκε απογοητευμένος στα ρηχά και άρχισε να κλαίει. Μετά άρχισε να κολυμπάει προς τα μέσα και, καθώς τα αλμυρά δάκρυα ενώνονταν με τις εξίσου αλμυρές κορυφές των κυμάτων, αισθάνθηκε κάτι τραχύ να ακουμπά τον αγκώνα του. Ήταν η άκρη ενός σκοινιού. Ευγνωμονώντας την απροσδόκητη τύχη του, το έπιασε με τα δόντια και με γρήγορες απλωτές βγήκε στη στεριά. Ανυπόμονα άρχισε να τραβάει το σκοινί προς τα έξω. Όσο τραβούσε και το σκοινί δεν τελείωνε παρατήρησε κάτι: με κάθε του τράβηγμα η στάθμη της θάλασσας χαμήλωνε μερικά χιλιοστά. Συνέχισε να ανασύρει επίμονα το σκοινί, ελαφρά παραξενεμένος, ώσπου νύχτωσε, ξημέρωσε και νύχτωσε ξανά. Σταμάτησε για να ξεκουραστεί. Σηκώνοντας το βλέμμα αντίκρισε τον ορίζοντα σαν ξεκρέμαστο να έχει πέσει κάτω. Το νερό που είχε απομείνει ήταν τόσο λίγο που σχημάτιζε μικρές λακκούβες εδώ κι εκεί ενώ πίσω από την πλάτη του εκτεινόταν μια απέραντη έκταση κουλουριασμένου σκοινιού. Άχρηστο τώρα που είχε ξηλώσει ολόκληρη τη θάλασσα. 

Κοίταξε δειλά προς τα πάνω αναζητώντας κάποιο ταβάνι και ίσως μια λάμπα.

Βυθός (φλουοροαγγειογραφία), i


Το Δωμάτιο είναι ευρύχωρο και υποφωτίζεται. Κάθε φορά που παίρνει μια ανάσα μοιάζει σαν να θέλει να πει κάτι και μετά να το μετανιώνει. Καθώς ρουφάει τον αέρα οι τοίχοι του ψηλώνουν και για μερικά δευτερόλεπτα παραμορφώνονται σαν τεντωμένα σεντόνια. Αυτή αποτελεί και την πιο επίπονη κατάσταση για μένα γιατί τότε το σκοτάδι γίνεται απόλυτο και το Δωμάτιο δεσμεύει κάθε μόριο οξυγόνου καταναλώνοντάς το εις βάρος μου. Έπειτα εκπνέει και οι αρχικές του διαστάσεις επανέρχονται μαζί με τη στοιχειώδη φωτεινότητα και έτσι μπορώ να ανοίξω για λίγο το παράθυρο και να εισπνεύσω και εγώ. Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου πώς συνέβη να βρεθώ εδώ, αλλά με ικανοποιεί η ρυθμική και συγκρουσιακή επαναληπτικότητα της ζωής μέσα στο Δωμάτιο. Νομίζω ότι η ύπαρξη μου δεν του έχει γίνει ακόμα αντιληπτή. Προς το παρόν εφαρμόζω διακριτικά την αντίστροφη αναπνοή και ακόμα μετακινούμαι ελάχιστα· δύο συνήθειες που δε συνάδουν καθόλου με την ιδιότητά μου ως καρκίνος στα πνευμόνια του Δωματίου.

ο Άγιος με τα Νύχια, #4


του Α., εμμονικού αφουγκραστή, «πάντα κι ακόμα»

Ένα πρωινό επισκέφτηκε το δάσος. Ψάχνοντας για φωλιές από δρυοκολάπτες συνάντησε ένα πρωτοφανές δέντρο. Τα κλαδιά του στεφάνωναν όλο το μήκος του κορμού σαν τροχιές δορυφόρων προς κάθε κατεύθυνση ακουμπώντας οριακά το χώμα, τα φύλλα του ήταν μικρά, παλλόμενα και γυαλιστερά ενώ γύρω του απλωνόταν ένα κυκλικό κενό όπως μια αόρατη σκιά. Μια τέλεια ημιδιάφανη σφαίρα. Δεν αντιστάθηκε. Άνοιξε δίοδο, εισχώρησε στο εσωτερικό και αγκάλιασε σφιχτά τον άξονά της. Δε γνώριζε ότι τα δέντρα επιτρέπουν την ασφυξία του σώματός τους μόνο από αναρριχητικά φυτά. Το δέντρο τιμώρησε τον Άγιο τυλίγοντας τις ρίζες του ξανά και ξανά γύρω από τους αστραγάλους του. Έτσι βρέθηκε για πάντα αιχμαλωτισμένος στο τύλιγμα αυτό και πλέον ακινητεί αιώνια. Εκεί κοντά, αυτό που ακούνε οι άνθρωποι όταν η νύχτα πυκνώνει ανάμεσά τους τόσο ώστε να νιώθουν τυφλοί, άλλοι το λένε φωνή της σιωπής και άλλοι νύχια μακριά που γρατζουνάνε ξύλο.

ο Άγιος με τα Νύχια, #3



Στα φορέματα του Αγίου τα μανίκια κρέμονται πάντα άδεια. 

Όσοι τον έχουν δει να λούζεται γυμνός στο ποτάμι λένε ότι ρίχνει τρεις σκιές, μία μόνη της, και δύο δίδυμες. 

Στο σπίτι του οι πόρτες δεν έχουν πόμολα και αν κάποιος ανίδεος δοκιμάσει να τον ασπαστεί με προτεταμένο για χειραψία τον καρπό, θα υποστεί ακαριαία επίθεση φιλιού στο στόμα. 

Στην αυλή του καλλιεργεί έναν γιγάντιο κάκτο. Χρησιμοποιεί τα τεράστια αγκάθια σαν κρεμάστρες για τα δαχτυλίδια της συλλογής του. Όταν επισκέφτηκε τα μέρη του ένα καραβάνι, οι καμηλιέρηδες του φίλησαν τα πόδια και εκμυστηρεύτηκαν έκθαμβοι ότι ο στολισμένος κάκτος άστραφτε κάτω από τον ήλιο μέχρι τα βάθη της ερήμου.

Ο Άγιος φοβάται τις λάμες και κάθε εργαλείο ακονίσματος γι' αυτό όλα τα μαχαίρια του έχουν αχρηστευτεί από καιρό.


ο Άγιος με τα Νύχια, #2


Η Βασίλισσα καλεί τον Άγιο στα ιδιαίτερα διαμερίσματα κάθε φορά που θέλει να κόψει τα μαλλιά της. Αυτό συμβαίνει συνήθως πέντε φορές την ημέρα. Ο Άγιος ανεβασμένος σε ένα σκαμνί που του επιτρέπει να αποκτά ύψος μεγαλύτερο του θρόνου χρησιμοποιεί μια σκουριασμένη φαλτσέτα και κόβει σύρριζα στο δέρμα όποια υποψία τρίχας τολμά να εμφανιστεί στο απόλυτα λείο κεφάλι της εκλεκτής μητέρας όλων. Στη συνέχεια τα μέλη του βοηθητικού προσωπικού εκδιώκονται από το δωμάτιο και ο Άγιος μένει μόνος με την ευγενή παρουσία της. Τότε η μεγαλειότητά της κατεβάζει απαλά τις ανάλαφρες κουρτίνες των βλεφάρων της και απολαμβάνει την ιδιαίτερη μεταχείριση από τις απολήξεις των δακτύλων του Αγίου. Τα δέκα του νύχια, χωρίς καθόλου να βιάζονται, διατρέχουν εραλδικά το ντελικάτο κρανίο της εξοχότητάς της, φέρνοντας εις πέρας μία από τις ιερότερες των αποστολών: ανανεώνουν τις δέκα ουλές της. 

Η προφητεία λέει: Το πρωινό που οι δέκα ουλές θα έχουν επουλωθεί, η Βασίλισσα θα παραχωρήσει το στέμμα στο πρώτο νεογέννητο κορίτσι του κάστρου και ο Άγιος θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει δέκα φορές μια τανάλια για να σώσει την υπόλοιπη ζωή του.

ο Άγιος με τα Νύχια, #1


Φυλάει τις προνύμφες μέσα σε δέκα τσίγκινα κουτιά ζωγραφισμένα με σημεία και ευθείες που σχηματίζουν άγνωστους αστερισμούς. Τακτικά τα ανεφοδιάζει με καραμέλες γλυκόριζας. Από τότε που ο Άγιος τάχθηκε στη σιωπή μια μοναδική ηδονή επιτρέπει στα αφτιά του. Βυθίζει πριν τον ύπνο ένα δάχτυλο τη φορά κάτω από κάθε έναστρο καπάκι και το πλησιάζει στα κουκούλια τόσο ώστε, μόλις ραγίσει ελάχιστα κάποιο κέλυφος, να ακουστεί ο κρότος που κάνει ένα σάβανο όταν διαρρηγνύεται.

Διαβάζεται σαν επιφώνημα, #4


Είδα να περνάει ένα τρένο με εφτά ανοιχτά βαγόνια. Είδα ότι μετέφερε σωρούς από σκουριασμένες άγκυρες. Είδα τη θέση του οδηγού άδεια. Είδα τον καπνό από το φουγάρο του να σχηματίζει κύματα καθώς περνούσε μπροστά από το νεκροταφείο των ελικοπτέρων. 

Είδα από το πιο κατεστραμμένο σκάφος να πετάγεται έξω ένα κορίτσι φορώντας νυχτικό. Το είδα να ενώνει τα χέρια σε σχήμα πιστολιού και να σημαδεύει  την αμαξοστοιχία με ασύσπαστους τους μύες του προσώπου. 

Αποφάσισα ότι είχα δει αρκετά για σήμερα, άνοιξα μια καινούργια τρύπα και επέστρεψα στο χώμα. Αντί για την ξερή ζεστασιά της φωλιάς μου ένιωσα αναπάντεχα να με περιζώνει παγωμένο νερό.

Διαβάζεται σαν επιφώνημα, #3


Βγαίνει από την πολυκατοικία κάθε πρωί γύρω στις έξι. Φοράει χειμώνα καλοκαίρι ένα αδιάβροχο μακρύ ως τους αστραγάλους που η κουκούλα του αφήνει να εξέχει μόνο η άκρη της μύτης και μια γκρίζα γενειάδα. Διασχίζει αμέριμνα το δρόμο και μόλις περάσει απέναντι, πέφτει στα γόνατα και αρχίζει να χαϊδεύει τρυφερά τις πλάκες του πεζοδρομίου. Δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό του ούτε πόση ώρα διαρκεί η ερωτική του πράξη. Είμαι απορροφημένη εκείνη την ώρα χαϊδεύοντας το απέναντι πεζοδρόμιο. Όταν σηκώνομαι, εκείνος πάντα έχει φύγει.

Διαβάζεται σαν επιφώνημα, #2


Ως μικρή η τολμηρότερη σκανταλιά που τακτικά επιχειρούσα εντός της πατρικής εστίας ήταν να αναρριχώμαι στον πάγκο της κουζίνας, να ανοίγω το ψηλό ντουλάπι και να κατεβάζω ένα γυάλινο μπουκάλι. Το μπουκάλι αυτό διέθετε αφύσικα λεπτό στόμιο, άνισα φαρδύ κορμό και μεταλλικό πώμα. Η μαγεία του εν λόγω αντικειμένου δεν περιοριζόταν στα εξωτερικά του χαρακτηριστικά αλλά στο περιεχόμενό του. Ήταν γεμάτο με ένα διαυγές υγρό κυανής απόχρωσης μέσα στο οποίο βρισκόταν βυθισμένο ένα ολόκληρο ξεφλουδισμένο αχλάδι. Όταν έλειπαν οι γονείς κρατούσα στα χέρια το δοχείο και σχεδόν έχανα την ισορροπία μου από τη συγκίνηση που επέφερε η τόσο έντονη εξάσκηση της τέχνης της απορίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν κατάφερα να απομακρυνθώ από το φυσικό περιβάλλον εκείνης της ανάμνησης και να μένω πλέον μόνη. Διαμόρφωσα τα ανοίγματα του σπιτιού μου εκ των έσω, που σημαίνει ότι πρώτα βρέθηκα μέσα στο χώρο και στη συνέχεια τα κατασκεύασα. Τα παράθυρα έχουν μέγεθος κλειδαρότρυπας και οι πόρτες προς το μπαλκόνι προσομοιάζουν σε πλάτος τις χαραμάδες. Η εξώπορτα, δε, έχει σχεδιαστεί σύμφωνα με τις σωματικές αναλογίες μιας μέσης οικόσιτης κατσαρίδας, καθώς επιδίωξα οι προδιαγραφές της κατοικίας μου να μην καταπιέζουν και τους υπόλοιπους εκόντες άκοντες ενοίκους. 

Διαβάζεται σαν επιφώνημα, #1


Μπήκαν στο ιατρείο αγκαλιασμένοι τραγουδώντας μια παιδική μελωδία. Η νεαρή γραμματέας άφησε ένα τηλεφώνημα στη μέση και έτρεξε να τους καλωσορίσει. Τους φίλησε σταυρωτά και χάιδεψε κυκλικά την κοιλιά της γυναίκας. Ο άντρας έτρωγε αμύγδαλα και συνέχιζε να σφυρίζει τη μελωδία.

-Άλλαξες! Σε ποιό μήνα είσαι;
-Στον έβδομο, όλα πάνε θαυμάσια! Ήρθαμε για τον μηνιαίο έλεγχο.
-Δεν έχει παρουσιαστεί κάποια επιπλοκή, έτσι;
-Με δυσκολεύουν μόνο τα αγκάθια του επειδή έχουν μεγαλώσει αρκετά, αλλά τίποτα το ανησυχητικό, φταίει που μου αρέσει να κοιμάμαι μπρούμυτα και σκίζεται το δέρμα, οπότε πρέπει να ράβω την κοιλιά μου κάθε πρωί και να αλλάζω σεντόνια. 

Η νεαρή γραμματέας χαμογελούσε παριστάνοντας ότι βάζει κραγιόν αλλά ήταν στ' αλήθεια δύσκολο να κρύψει το φθόνο που σπίθισε στα μάτια της εκείνη τη στιγμή.



Σκούρα (όσα μου έμαθε ο Κ.Θ.), #4


Όταν γυμνός πάρει το πινέλο στα χέρια του, το βυθίσει στο μελάνι, γεμίσει όλο το σώμα του με γραφές και μετά φορέσει ένα λευκό πουκάμισο, τότε εμείς θα τον υποχρεώσουμε να γδυθεί, θα του κλέψουμε το πουκάμισο, θα το στηρίξουμε στην κρεμάστρα του εκθετηρίου και θα προσπαθήσουμε επίμονα να καταλάβουμε τις αποτυπωμένες λέξεις, χωρίς κανείς μας να σκεφτεί ότι διαβάζεται ανάποδα, γυρίζοντας το μέσα έξω. 

Σκούρα (όσα μου έμαθε ο Κ.Θ.), #3


Όταν συναντήσω τον άντρα που παίζει το αφρικάνικο κρουστό και προσπαθήσω να τον κάνω να γελάσει, θα καταλάβω ότι το πρόσωπό του είναι φτιαγμένο από ξύλο οξιάς και κάθε μορφασμός θα του κοστίσει ένα σκίσιμο στο φλοιό που θα αποκαλύψει ένα ένα τα κόκκινα κεφαλάκια από τους φυλακισμένους μέσα του δρυοκολάπτες. 

Σκούρα (όσα μου έμαθε ο Κ.Θ.), #2


Όταν ένα αγόρι μαζέψει από το χώμα μια άδεια χελιδονοφωλιά, τότε θα αποκοιμηθεί αμέσως και στον ύπνο αυτόν θα ονειρευτεί τον εαυτό του να έχει ψηλώσει, να φέρνει βόλτες γύρω από τη φωλιά, να ξέρει πως η φωλιά υπάρχει, αλλά τη νύχτα να κοιμάται εκτός.

Σκούρα (όσα μου έμαθε ο Κ.Θ.), #1


Όταν στην οροφή μιας απάνεμης αίθουσας κρεμάσεις καμπάνες και στο πάτωμά της αφήσεις ελεύθερο ένα σαλιγκάρι, τότε ο αέρας ανάμεσα στις καμπάνες και το σαλιγκάρι αποκτά το χρώμα που βλέπει εκείνος που γεννιέται τυφλός.

Veneranda (volete andarvene anche voi?), #4


Γυρνώντας κάθε μέρα από το σχολείο περνάω από το καφενείο για να πάρω τα κλειδιά του σπιτιού που αφήνει εκεί η μητέρα μου. Εκείνη την ώρα ποτέ δεν έχει κόσμο. Μόλις φτάνω, ανοίγω την τζαμόπορτα που τρίζει, την ξανακλείνω με δυσκολία, πηγαίνω κατευθείαν στην κυρία Μπ. στο ταμείο, την αφήνω να μου χαϊδέψει το κεφάλι και της ζητάω τα κλειδιά. Όσο ψάχνει σκυμμένη στα ντουλάπια κάτω από τον πάγκο και δε με βλέπει, με την άκρη του ματιού μου βρίσκω ευκαιρία και κοιτάζω για λίγο πίσω από τον αριστερό μου ώμο το γωνιακό τραπέζι με τη μία καρέκλα όπου κάθεται εκείνος ο κύριος. Είναι ψηλός, πολύ λεπτός, φοράει τσαλακωμένο καπέλο, σκονισμένο μαύρο σακάκι, γυαλιά στην άκρη της μύτης του, και κάθεται πάντα στο ίδιο τραπέζι έχοντας μπροστά του ένα βιβλίο. Φαίνεται ότι του αρέσουν πολύ τα βιβλία. Μόνο που τα διαβάζει κάπως παράξενα. Πλησιάζει την άκρη της γλώσσας του στην κάθε σελίδα και γλείφει μία μία τις γραμμές του κειμένου. Όταν φτάνει στη μέση της σελίδας, τραβιέται πίσω, καταπίνει, και μετά συνεχίζει. Κανένας δε μιλάει γι'αυτόν και εγώ, που τον παρατηρώ κρυφά, ντρέπομαι να ρωτήσω. Χτες τη στιγμή που τον κρυφοκοίταξα με είδε, έκανε στροφή στην καρέκλα του, άνοιξε το στόμα και μου έδειξε τη γλώσσα του. Ήταν κατάμαυρη. 

Veneranda (volete andarvene anche voi?), #3


Απόσπασμα από τη συνοπτική αναδρομική αναφορά του απεσταλμένου παρατηρητή στην κοινότητα Β34 για χρήση από αναλυτές ανθρωπολογικών χαρακτηριστικών: 

Κάθε χρόνο μετά το τέλος του καλοκαιριού, η πόλη υποφέρει από υπερπληθυσμό. Είναι τόσα τα θέλγητρα της εν λόγω πόλης που ακόμα και κάποιος τυχαία περαστικός θα ένιωθε ότι οφείλει στον εαυτό του τον οραματισμό μιας οριστικής εγκατάστασης εδώ, φαινόμενο που όντως εκφράζεται σαν τάση από την πλειονότητα των εφήμερων παραθεριστών. Παράλληλα, από καταγραφή συζητήσεων προκύπτει ξεκάθαρα ότι τα μέλη της κοινότητας ως μόνιμοι κάτοικοι της πόλης δε συμπαθούν ούτε ανέχονται με ευκολία τους υπεράριθμους νέους και ενθουσιώδεις γείτονες, αντιμετώπιση που εκτείνει βαθιές ρίζες στο παρελθόν. Ωστόσο, την ίδια στιγμή δείχνουν να χαίρονται τη γνωριμία με οτιδήποτε διαφορετικό και η φιλοξενία που αρχικά προσφέρουν θρυλείται σε ολόκληρη την ήπειρο ως εξαιρετικά γενναιόδωρη. Αξιοσημείωτο είναι ότι τελικά τα σταθερά μέλη της κοινότητας καταφέρνουν να μην καταλήγουν καταπιεσμένα σε εξαναγκασμένες συμβιώσεις ενώ ταυτόχρονα δεν εκπέμπουν κανένα ίχνος ξενοφοβίας. Αυτό το παράδοξο αποτέλεσμα προκύπτει εξαιτίας μιας ιδιαιτερότητας. Λίγο πριν φύγει ο εκάστοτε Αύγουστος οι αρχικοί κάτοικοι αρχίζουν να εξοικειώνουν σταδιακά όλους τους καινούργιους με αυτήν. Πρόκειται για μια παραλλαγή στην τοπική χρονοβιολογία. Συγκεκριμένα, στην πόλη, από τις 21 Αυγούστου μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου, διανύεται παραδοσιακά η πέμπτη εποχή του έτους, μια εποχή που επισήμως δεν καταγράφεται στα ηλιοστάσια. Αποτελεί, πρακτικά, την εποχή του μη αγγίγματος, και συμβολικά, την εποχή της εγκυμοσύνης, της προσμονής και της σιωπής. Κατά τη διάρκειά της αποκλείεται οποιαδήποτε επαφή μεταξύ σωμάτων και τηρείται αυστηρά η απόσταση. Μόνο στη ιδέα της παρεμβολής μιας τέτοιας εθιμικής τέλεσης στην καθημερινότητά τους, έστω και παροδικά, οι νεοφερμένοι, καθώς και κάποιοι από τους παλιούς, αποχωρούν κατά συρροή, προτιμώντας να θυσιάσουν τις εύκρατες συνθήκες ζωής που θα απολάμβαναν αν άντεχαν να μείνουν, στο βωμό της επαφής. Έτσι επέρχεται μια σχετική αποσυμφόρηση και η κοινότητα απολαμβάνει έναν επιθυμητό χειμώνα, μετά το πέρας της πέμπτης εποχής. 

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται με έμφαση, σε προσωπικό τόνο που δε συνάδει με το ύφος μιας επιστημονικής αναφοράς, ότι παρατηρήθηκε ραγδαία μείωση των σταθερών μελών της κοινότητας Β34 καθ' όλη τη διάρκεια της συλλογής στοιχείων. Όταν έλαβε τέλος η αποστολή, την 22η μέρα του Αυγούστου του τρέχοντος έτους, η κοινότητα αριθμούσε πλέον συνολικά δύο μέλη. Ο απεσταλμένος παρατηρητής, έπειτα από 34 συναπτά χρόνια συστηματικής έρευνας, αποφάσισε για αδιευκρίνιστους ακόμα λόγους, να διακόψει οριστικά.

Veneranda (volete andarvene anche voi?), #2


Πόσο κουράστηκα για να το φτιάξω. Νύχτες και μέρες ο εαυτός μου του ανήκε. Πραγματικά όταν το ολοκλήρωσα ένιωσα πως ήταν το απόλυτο αριστούργημά μου. Ένα έργο τέχνης που αντικατόπτριζε με συγκινητική ακρίβεια όλο μου το είναι. Πώς θα μπορούσα να φανταστώ την κατάληξη. Στην αρχή έμοιαζε τόσο φιλικό και καταδεκτικό απέναντί μου. Και όμως. Σιγά σιγά μεγάλωνε και μαζί με αυτό μεγάλωναν το στόμα και τα δόντια του. Σκεφτόμουν ότι αυτό δεν θα έπρεπε να μου φαίνεται ανησυχητικό και ότι ίσα ίσα έτσι επιβεβαιώνεται το μεγαλείο της έμπνευσης που με ευλογούσε καθώς το συνέθετα. Ένα βράδυ με έφαγε. Από τότε αντικρίζω τον κόσμο γύρω μέσα από την πανέμορφη τρύπα του ομφαλού του. 

Veneranda (volete andarvene anche voi?), #1


Από τότε που προσλάβαμε επιπλέον κηπουρούς η ζωή στην αγροικία κυλούσε τόσο αργή και άδεια. Τουλάχιστον παλαιότερα βοηθούσα στο κλάδεμα των θάμνων. Τώρα το μόνο που μου επιτρεπόταν να κάνω όταν έβγαινα στους κήπους ήταν να κάθομαι στην κουνιστή πολυθρόνα της γιαγιάς που είχε πεθάνει τον περασμένο Αύγουστο και από τότε έμενε αχρησιμοποίητη. Οι κηπουροί εργάζονταν νυχθημερόν για να καθιερώσουν μια χειρουργικής ακρίβειας ιπποδάμεια ρυμοτομία ανάμεσα στα λουλούδια και τα δέντρα μας και εγώ τους κοίταζα μασώντας ένα κοτσάνι αγριομολόχας που είχα κόψει χωρίς να με αντιληφθεί ο επιστάτης. Μερικές φορές καθώς λικνιζόμουν πέρα δώθε καθιστός και έπληττα, με έπαιρνε ο ύπνος. Ένα από εκείνα τα νωχελικά απογεύματα με ξύπνησαν απότομα ανοίκειοι ήχοι. Πριν προλάβω να βεβαιωθώ ότι έχω ξεμπλέξει από τις ίνες των ονείρων μου, είδα τον πρώτο να περνάει αθόρυβα μπροστά από το φράχτη μας. Ένας λευκοντυμένος άντρας πάνω σε μια καμήλα. Από πίσω του ακολουθούσε κι άλλος, και μετά κι άλλος, κι άλλος, σηκώθηκα λοιπόν κι εγώ όρθιος πάνω στην κουνιστή πολυθρόνα και, κρατώντας με δυσκολία την ισορροπία μου, δοκίμασα να αγναντέψω. Μέχρι εκεί που έφτανε ο ορίζοντας, είδα ότι ένα ολόκληρο καραβάνι ξετύλιγε φιδωτά την ουρά του. Πλησίασα την αυλόπορτα και προσπάθησα να τους απευθύνω το λόγο, να τους φωνάξω να σταματήσουν, να τους ρωτήσω από πού έρχονται, τί γυρεύουν σε ένα μέρος σαν κι αυτό, και αν χρειάζονται νερό. Κανένας τους δε φάνηκε να με προσέχει. Τα πρόσωπά τους ήταν σκαμμένα από τις στερήσεις, οι πλάτες τους καμπουριασμένες, τα χέρια τους έτρεμαν και ίσως να μη τους είχε μείνει δύναμη ούτε για να μιλήσουν πια. Ήταν οι πιο κουρασμένοι άνθρωποι που είχα δει ποτέ. Όταν η σκιά και του τελευταίου καβαλάρη έσβησε πίσω από τον πιο μακρινό λόφο, ήταν προχωρημένη νύχτα. Σηκώθηκα από την κουνιστή πολυθρόνα, μπήκα στο σπίτι και πήρα δύο βελόνες, δύο κεριά, και έναν μεγεθυντικό φακό. Από τότε, κάθε βράδυ, ακολουθώ σταθερά την ίδια διαδικασία: ανάβω το ένα κερί, λιώνω λίγο-λίγο το άλλο, ενώ με ανεπαίσθητες κινήσεις των δαχτύλων μου και χρησιμοποιώντας τη μια βελόνα σαν σπάτουλα, σχηματίζω μορφές από καμήλες μέσα στο μάτι της άλλης βελόνας, επιβλέποντας το αποτέλεσμα μέσα από το μεγεθυντικό φακό. Πάνε μήνες που εξασκούμαι ασταμάτητα, και ο μεγαλύτερος αριθμός από καμήλες που κατάφερα να χωρέσω στο μάτι κάποιας βελόνας μέχρι στιγμής είναι εννέα. Οι κηπουροί μάταια έρχονται καμιά φορά να με ρωτήσουν γιατί δε ρεμβάζω όπως παλιά έξω στην κουνιστή πολυθρόνα. Δεν φαίνεται να τους προσέχω. Όταν κουβεντιάζουν μεταξύ τους, κρυφακούω να λένε ότι το πρόσωπό μου είναι σκαμμένο από τις στερήσεις, η πλάτη μου καμπουριασμένη, τα χέρια μου τρέμουν και ότι ίσως να μη μου έχει μείνει δύναμη ούτε για να μιλήσω πια. Χθες μάλιστα, ο νεαρότερος κηπουρός έλεγε πως είμαι ο πιο κουρασμένος άνθρωπος που έχει δει ποτέ. 

Paciència. Estem plantant. ,#4


Τον καιρό που ακόμα μάθαινε να μιλάει, να μασάει και να διαβάζει, κάποιος της άφησε στην πόρτα μια γλάστρα με λεβάντα που περιείχε ένα σημείωμα όπου έγραφε σε πολυτονικό: "εν δε φάει και όλεσσον". Αμέσως πρόθυμα τη μεταφύτεψε στον κήπο. Όποτε ο ύπνος δεν τη βοηθάει να απουσιάσει από τη νύχτα, ακολουθεί την εξής τελετουργία: Στέκεται μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου και χρησιμοποιώντας το οδοντικό νήμα αργά και μεθοδικά αφαιρεί από το στόμα της ένα δόντι τη φορά. Μετά το θάβει προσεκτικά στο χώμα της αυλής πάντα στο ίδιο σημείο κάτω από τον ίδιο θάμνο. Κάθε επόμενο πρωί καμαρώνει το θάμνο και θαυμάζει πόσο αποτελεσματικά ενεργεί για την ανάπτυξή του το κοκάλινο λίπασμα της αϋπνίας της που τον ταΐζει. Ποτέ δεν έχει ποτίσει και ποτέ δεν έχει κλαδέψει η ίδια αυτό το φυτό και ούτε μία φορά δεν έχει αναρωτηθεί πώς εκείνο εξακολουθεί να θάλλει. Πριν δύο φεγγάρια εναπόθεσε με φροντίδα το τελευταίο δόντι από την παιδική της οδοντοφυΐα στη σκιά των φύλλων του. Από τότε ακάθεκτη συνεχίζει να κερνάει ένα- ένα ακόμα και τα τελευταία ενήλικα δόντια της στα ιώδη λουλούδια, των οποίων τα πέταλα περιβάλλει με μια κραυγαλέα στοργή, απολύτως μη αναμενόμενη με βάση τα δεδομένα του πειράματος. 

Paciència. Estem plantant. ,#3


Πάνω στο γραφείο μου, στη δεξιά πλευρά από την οπτική του επισκέπτη, υπάρχει ένα μεγάλο βάζο γεμάτο με κάποιο διαυγές υγρό μέσα στο οποίο επιπλέει μια άμορφη μάζα σάρκας, που δε μοιάζει και τόσο με το αφτί που ήταν κάποτε. Έχει προκύψει ως συνέπεια αποκόλλησης εγκαύματος, τη φορά που αποφάσισα να αφουγκραστώ ένα ηφαίστειο εξ' επαφής. Τυπικά θα ήταν καλό αυτή η γυάλα να μη βρίσκεται εκεί. Η δουλειά μου με φέρνει συνέχεια σε επαφή με μικρά παιδιά που στην αρχή τρομάζουν και μετά ρωτάνε επίμονα για αυτό. Τους απαντάω μειδιάζοντας ότι έχω φιλήσει τη φωτιά με το αφτί, καθώς μετατοπίζω όλα τα μακριά λευκά μαλλιά μου προς την αριστερή πλευρά του κεφαλιού. Τότε συνήθως τα παιδιά αρχίζουν να μιλάνε δυνατά, να σφυρίζουν και να τραγουδάνε μπροστά από το βάζο, με την ανεξήγητη πίστη ότι το πρώην αφτί μου είναι ικανό να λειτουργήσει σαν πομπός των ενθουσιασμένων φωνών τους προς την καρδιά του κρατήρα. 

Paciència. Estem plantant. ,#2


Το σπίτι ήταν πράσινο καλυμμένο με κισσό από τη στέγη μέχρι το κατώφλι της εισόδου. Μια παχιά στρώση από βρύα και σκούρους μύκητες, σκέπαζε τα έπιπλα μέσα του. Στη μεγάλη σάλα, ένας  χοντρός κορμός διαπερνούσε το ταβάνι και συνεχιζόταν μέσα στη σοφίτα τρυπώντας τελικά τα κεραμίδια της στέγης. Όταν άνοιξα μερικά σκεύη στην κουζίνα ανακάλυψα φωλιές από σκαντζόχοιρους, και κάτω από το χαλί του υπνοδωματίου άλλαζε δέρμα ένα φίδι. Από τα ράφια της βιβλιοθήκης εμφανίζονταν ουρές σκίουρων και ακούγονταν δρυοκολάπτες, ενώ οι σελίδες των βιβλίων ανήκαν στον πληθυσμό των λεπιδόπτερων, και μόνο τα σκληρά χαρτονένια κελύφη μερικών έμεναν άθικτα σκεπασμένα με μονοπάτια μυρμηγκιών. Εγκαταστάθηκα σε εκείνο το σπίτι τη στιγμή που η αρρώστια είχε ήδη ρίξει τα μαλλιά από το κεφάλι μου και άρχιζε να μου ξεκολλάει και τα νύχια. Μέρα με τη μέρα το δέρμα μου αφυδατωνόταν και ξεφλούδιζε, ενώ τα κόκαλά μου είχαν γεμίσει πόρους και  κάθε λίγο κινδύνευαν να σπάσουν. Είχα αφήσει ένα τσουβάλι με πατάτες στην αποθήκη και ένα απόγευμα αποφάσισα να μαγειρέψω μερικές. Κατέβηκα προσεκτικά τη σκάλα για το υπόγειο και τις βρήκα να έχουν βλαστήσει και να περικυκλώνονται από σκληρούς μίσχους και φύλλα. Τότε κατάλαβα ότι ήμουν το λιγότερο ζωντανό πράγμα μέσα σε εκείνο σπίτι και μετακόμισα στο διαμέρισμα ενός έκτου ορόφου όπου και πέθανα. 

Paciència. Estem plantant. ,#1


Εκείνο το πρωί θύμωσε και γι' αυτό αποφάσισε να ελευθερώσει τις σαλαμάνδρες που μεγάλωνα από μικρή στο υπόγειο. Έφυγαν γρήγορα προς το δάσος. Λυπήθηκα πολύ. Τις πρώτες μέρες άρχισα να προχωράω με τα τέσσερα μέσα στο σπίτι μπουσουλώντας, μετά δοκίμασα να ακουμπάω κάτω και την κοιλιά μου, ύστερα έκοψα μέχρι τη ρίζα τα μαλλιά και έβγαλα τα ρούχα μου, και συχνά με τη γλώσσα μου έγλειφα τα έπιπλα και το πάτωμα, καθώς ταυτόχρονα προσπαθούσα να περπατήσω στις πόρτες και στους τοίχους αλλά έπεφτα κάτω συνέχεια χωρίς να τα καταφέρνω. Ακόμα βρίσκομαι στο υπόγειο, περιμένοντας να θυμώσει ξανά και να μου ανοίξει για να φύγω γρήγορα προς το δάσος.

νήμα της στάθμης, #4


Έχυσε κάτω στο χώμα το κρασί που σκόπευε να πιει μονορούφι και σχηματίστηκε μια μικρή κόκκινη λίμνη. Είχε φορέσει όλα του τα κοσμήματα, τα παράσημα, τα μετάλλια, την καλή του μακριά περούκα και το καπέλο του ναυάρχου, δύο κοστούμια το ένα πάνω από το άλλο και τρία ζευγάρια παπούτσια με κρεμασμένα κουδουνάκια. Στην αρχή έκανε μερικά βήματα γύρω από το άλογο και μετά το έλυσε. Τον άφησε να καβαλήσει χωρίς να φέρει αντίσταση. Οι οπλές του πατούσαν νευρικά μέσα στη λακκούβα του κρασιού. Το χτύπησε στο λαιμό και ξεκίνησε να καλπάζει προς το σκοτάδι που ανοιγόταν μπροστά. Είχε ακούσει πως οι αποστάσεις τη νύχτα μετριούνται με τις θέσεις των αστέρων τ'ουρανού. Δοκίμασε να κοιτάξει προς τα πάνω αλλά έτρεχαν τόσο γρήγορα που αντί για άστρα και γαλαξία είδε κίτρινα νήματα και ομίχλη. Είχε ακούσει πως οι αποστάσεις τη νύχτα υπολογίζονται από τα πιο μακρινά γαβγίσματα των σκύλων. Δοκίμασε να αφουγκραστεί αλλά τα ρούχα που φορούσε κάλυπταν τα πάντα με μεταλλικό θόρυβο. Το πρωί τον βρήκε η μάνα του ξαπλωμένο μπρούμυτα στο χώμα της αυλής να γλείφει κάτι κόκκινες λάσπες, ενώ το άλογο κοιμόταν δίπλα του. Τον σήκωσε, τον μάζεψε και τον έπλυνε, κάθε μέρα τα ίδια. 

νήμα της στάθμης, #3


Υποφέρω από τον κίτρινο πυρετό, από τότε που γύρισα από το ορυχείο. Όπως και τόσοι άλλοι. Τα μάτια μου είναι κίτρινα. Ανάμεσα στα φρύδια μου αισθάνομαι σαν να έχει σφηνωθεί ένας σιδερένιος επίδεσμος. Η γλώσσα μου μοιάζει με νησίδα άμμου και η κεντρική της ράβδωση με σκουριασμένη ραφή. Το στόμα μου έχει γεύση από ανείπωτα πράγματα, μια γεύση με νύχια και κέρατα, πτερύγια και φτερά μαζί. Το κεφάλι μου ζυγίζει έναν τόνο ή περισσότερο και μέσα του βρυχώνται σαράντα θύελλες. Τα βράδια τραγουδάω τον ψαλμό για να γαληνέψω αλλά ο ψαλμός προσελκύει κοντά μου τα παιδιά. Έρχονται κατά πάνω μου σαν υπνωτισμένα, με φιλάνε, με αγκαλιάζουν, με δαγκώνουν, κάνουν τα πάντα για να κολλήσουν τον πυρετό.

νήμα της στάθμης, #2


Ήρθε για άλλη μια φορά η άνοιξη. Ένα αγόρι ταΐζει κάτι μικρά ζώα που έχουν μαζευτεί γύρω από το άγαλμα στην πλατεία. Δεν είναι περιστέρια, είναι ένα πλήθος από μαύρα σκυλιά, πολύ μικρά, σε μέγεθος πουλιού. Δεν τους ρίχνει ψίχουλα, σκίζει κομματάκια κομματάκια από το δέρμα των χεριών του και τα σκορπάει γύρω τους. Αυτά ορμάνε να τα πιάσουν όσο είναι ακόμα στον αέρα και παρόλο που δεν έχουν φτερά καταφέρνουν τέτοια άλματα ώστε το αγόρι τρομάζει, τραβιέται απότομα πίσω και πέφτει μέσα στην αγκαλιά του αγάλματος. Η άνοιξη είναι η αγαπημένη εποχή του μαρμάρινου ανδριάντα.

νήμα της στάθμης, #1


Από το διυλιστήριο η θάλασσα απείχε περίπου είκοσι χιλιόμετρα. Κάποτε ο διευθυντής τοποθέτησε δίπλα στην είσοδο ένα ενυδρείο με τρία λευκά χέλια. Κανείς δε φάνηκε να εκτιμά αυτή τη χειρονομία. Σίγουρα έδειχνε κάπως παράξενο ένα γυάλινο παραλληλεπίπεδο δοχείο με καπάκι, γεμάτο με νερό και με τρεις λωρίδες κινούμενης σάρκας μέσα του, να έχει εγκατασταθεί δίπλα στον αυτόματο πωλητή του καφέ. Το πρώτο βράδυ μετά την άφιξη των τριών ζώων, ο επιθεωρητής εργασίας σημείωσε στο βιβλίο ελέγχου στο πεδίο των ειδικών παρατηρήσεων: "πέντε ή έξι υπάλληλοι μετά το πέρας της βάρδιάς τους εντοπίστηκαν να στέκονται ακόμα στο πόστο τους αγγίζοντας με ύποπτο τρόπο απόκρυφα σημεία του σώματός τους ταλαντευόμενοι μπροστά και πίσω". Το επόμενο βράδυ η καθαρίστρια που φρόντιζε την κεντρική αίθουσα αποστακτηρίου αναγκάστηκε να καλέσει ασθενοφόρο. Στο πυρίμαχο τσιμέντο του δαπέδου βρήκε ξαπλωμένους δέκα εργάτες να αιμορραγούν από το πρόσωπο, λόγω των πληγών που προκάλεσαν ο ένας στα μάτια του άλλου- ή ο καθένας στα δικά του, αυτό δεν εξακριβώθηκε- τρυπώντας τα βλέφαρά τους με συρραπτικό. Οι νοσοκόμοι παραξενεύτηκαν όταν είδαν τους τραυματίες να γελούν με σπασμούς. Το τρίτο βράδυ ο διευθυντής αναστατωμένος αποφάσισε να επιβλέψει ο ίδιος την κατάσταση στο διυλιστήριο. Τα φώτα ήταν όλα σβηστά όταν έφτασε και αυτό τον οδήγησε με βιασύνη στην αίθουσα με τους αντιδραστήρες. Ξαπλωμένοι στα λευκά πλακάκια οι εργάτες του εργοστασίου γυμνοί, άλλοι στριφογυρνούσαν οφιοειδώς μόνοι τους και άλλοι ερωτοτροπούσαν μεταξύ τους παράγοντας υγρούς ήχους. Οι διηγήσεις του διευθυντή έχουν την αξιοπιστία ενός έγκλειστου σε ψυχιατρική κλινική πλέον. Ωστόσο εκείνη τη νύχτα έγινε όντως η μεγάλη έκρηξη. Εμπειρογνώμονες είπαν ότι πυροδοτήθηκε στην αίθουσα των αντιδραστήρων. Το άλλο πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά ήμουν ο πρώτος που πρόσεξα τη στάχτη στον αυτοκινητόδρομο. Κάλεσα την ασφάλεια και πλησίασα προσεκτικά τα αποκαΐδια. Το μόνο που έδειχνε να έχει ζωή εκεί γύρω ήταν ένα παράταιρο ενυδρείο με τρία άσπρα χέλια. Το μάζεψα και το έβαλα στο πορτ μπαγκάζ. Όταν σχόλασα οδήγησα μέχρι την ακτή. Άνοιξα το καπάκι και τάισα ένα ένα τα χέλια στον ωκεανό.

και οι μαύροι στήμονες; #4


Η νόσος του C. είναι μια ασθένεια μη θεραπεύσιμη, εκφυλιστική και ενδεχομένως θανατηφόρα. Εντοπίζεται σε άτομα που εκούσια ή ακούσια έχουν οδηγηθεί στην κατάσταση του μυαλού να συγκεντρώνουν τη σκέψη τους έντονα γύρω από κάποιο άλλο άτομο. Πρόκειται για μία κλασική περίπτωση επαναλαμβανόμενου ασυναίσθητου αυτοτραυματισμού. Οι νοσούντες βιώνουν την εξής ψυχοσωματική συμπτωματολογία: παρατηρούν προοδευτικά τους αρμούς ανάμεσα στα πλακάκια του πατώματος του εκάστοτε δωματίου όπου βρίσκονται να μετατρέπονται σε χαρακιές που συνεχίζονται πάνω στο σώμα τους διατρέχοντας χωρίς διακοπή το δέρμα των ποδιών, της κοιλιάς, του στήθους, του κρανίου και της πλάτης τους. Η καταρροή αίματος και η πιθανότητα επιμόλυνσης των πληγών αποτελούν αμελητέα ιατρικά ζητήματα σε σχέση με ένα συγκεκριμένο ψυχιατρικό φαινόμενο που εκδηλώνεται παράλληλα: ο ασθενής αναγνωρίζει στις δερματικές σχισμές τη διάμετρο και το μήκος των νυχιών του ανθρώπου που έχει θέσει ως αντικείμενο της σκέψης του, τον οποίο κατά συνέπεια κατονομάζει νοητά σαν δράστη των προαναφερθέντων αυτοτραυματισμών. Το εβδομήντα τοις εκατό των περιστατικών καταλήγουν με τον ασθενή να επιδιώκει να αποκολλήσει τα πέλματα του από τα πλακάκια και να δοκιμάζει συνεχή επιτόπια άλματα ή να κρεμιέται από την οροφή. Αξιοσημείωτη είναι η ιδιαιτερότητα ενός τριάντα τοις εκατό των περιστατικών στα οποία ο ασθενής επιδιώκει να αυξήσει όσο μπορεί την επιφάνεια του σώματος του που εκτίθεται στα πλακάκια, και επομένως στον αυτοτραυματισμό, με αποτέλεσμα να οριζοντιώνεται και να κυλιέται επίμονα στο πάτωμα παρουσιάζοντας μάλιστα χαρακτηριστική εικόνα ευφορίας. 

και οι μαύροι στήμονες; #3


Χτες το βράδυ τα δύο παιδιά μου δεν πείθονταν να κοιμηθούν με τίποτα. Σταμάτησα κάποια στιγμή να τα παρακαλάω και επέστρεψα στο κρεβάτι μου. Τα άκουσα να σηκώνονται και να περπατάνε στο διάδρομο. Μετά τα άκουσα να χτυπάνε τα κεφάλια τους στον τοίχο του μπάνιου, επίμονα και ακούραστα, ώσπου άρχισαν να ραγίζουν τα πλακάκια. Στη συνέχεια άρχισαν να ανοίγουν τρύπα στο επίχρισμα του τοίχου το οποίο έπεφτε στο πάτωμα και έπειτα έφτασαν στα τούβλα, που για να τα διαπεράσουν θα πρέπει να κατέβαλαν ιδιαίτερο κόπο αν κρίνω από τους μικρούς λυγμούς που τους ξέφευγαν. Ακολούθησαν υγροί μεταλλικοί θόρυβοι. Στο τέλος άκουγα μόνο ένα απαλό σύρσιμο από κάτι μαλακό πάνω σε κάτι σκληρό οπότε με πήρε ο ύπνος. Το πρωί βρήκα τα δύο παιδιά μου καθισμένα αντικριστά στη μπανιέρα. Υπήρχε μόνο λίγο ξεραμένο αίμα στα πρόσωπα και είχαν δέσει  ήδη με επίδεσμο τα μέτωπά τους. Μόλις με είδαν χαμογέλασαν πλατιά αποκαλύπτοντάς μου δυο ζευγάρια από κατάμαυρες οδοντοστοιχίες. Πήγα προς το μέρος τους και χάιδεψα στοργικά τα λερωμένα μαλλιά τους. Τα είχα καταλάβει όλα. Ήθελαν απλώς να γλείψουν το μαύρο νερό που κυλούσε στις σωληνώσεις του σπιτιού μας προτού αποφασίσω να σφραγίζω τις βρύσες. 

και οι μαύροι στήμονες; #2


Το πρώτο πράγμα που έμαθα όταν μπήκα σε αυτό το στρατόπεδο ήταν ότι αν ο διοικητής με ανακαλύψει να αυνανίζομαι μπροστά σε κάποιον καθρέφτη με την ουρά μου τυλιγμένη στο λαιμό, θα με πνίξει με αυτήν. Οι ουρές πρέπει να διατηρούνται ευθυτενείς.

και οι μαύροι στήμονες; #1


Χρόνια ολόκληρα. Έρχεται να με συναντήσει κάθε απόγευμα κάτω από το σιδερένιο κιόσκι στο πάρκο. Φοράει μεγάλη κουκούλα. Την παραμερίζει όταν εμφανίζομαι στο οπτικό του πεδίο. Είναι αλήθεια ότι δεν έχω δει ούτε μια φορά το κόκκινο κοστούμι του τσαλακωμένο. Όπως δεν έχω μάθει ποτέ πώς μοιάζει το πρόσωπό του, στην περίπτωση που υπάρχει πρόσωπο απέναντί μου. Κάτω από την κουκούλα και πάνω στο λαιμό του στέκεται πάντα ένα πλαστικό κεφάλι λύκου, ανέκφραστο, με τρύπια μάτια και ανοιχτό στόμα. Έτσι μπορεί να ανασαίνει και να βλέπει. Αμφιβάλλω κατά πόσο μπορεί να ακούει. Η μάσκα μοιάζει βαριά και αδιαπέραστη. Οι σπόνδυλοί του θα πρέπει να υποφέρουν από τη μεταφορά αυτού του δεύτερου κρανίου. Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας μας είναι οι αναπνοές. Με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα καθόμαστε αντικριστά ο ένας στον άλλον και ανασαίνουμε. Εισπνέουμε και εκπνέουμε ο ένας πάνω στον άλλον αργά και χορταστικά. Μετά νυχτώνει και εγκαταλείπουμε το πάρκο ο καθένας από διαφορετικό δρόμο. Τους πρώτους μήνες της γνωριμίας γυρνούσα σπίτι με έναν καυτό πόνο στα πνευμόνια, έναν πόνο που τώρα μόνο σαν λέξη θυμάμαι πως έμοιαζε.

Τρόποι για να φτάσεις στην Ινδοκίνα, #4


Το οικόπεδο είναι χέρσο. Κίτρινο χώμα, ξερά μέλη από δέντρα και σκουριασμένες φλούδες λαμαρίνας ξαπλώνουν πάνω του. Ωστόσο πάντα στον ορίζοντα του υπάρχει ο λόγος να το επισκεφτείς. Μπορείς να κάνεις έναν ολόκληρο κύκλο γύρω από τον εαυτό σου και ο λόγος που βρίσκεσαι εκεί να συνεχίσει να υφίσταται σε κάθε μοίρα της περιστροφής σου. Ο ορίζοντας γύρω από το οικόπεδο είναι γεμάτος σκελετούς από ζέπελιν. Λεπτοί, περίπλοκοι και συμμετρικοί μοιάζουν με γιγάντιες προνύμφες. Ο ήλιος ανατέλλει και δύει πίσω τους, τα σύννεφα περνάνε ανάμεσά τους και τα σμήνη των αποδημητικών πουλιών κάθονται πάνω στα μεταλλικά τους κόκαλα. Ποτέ δεν έχω προσπαθήσει να περπατήσω προς τα εκεί. Ποτέ δεν έχω φανταστεί τα ζέπελιν στη νεότητά τους έτοιμα να απογειωθούν. Όσο μεγαλώνω όμως με βρίσκω όλο και πιο συχνά να στροβιλίζομαι στο κέντρο του οικοπέδου και να με πονάνε τα δόντια και οι φύτρες των μαλλιών μου από την ομορφιά. 

Τρόποι για να φτάσεις στην Ινδοκίνα, #3


Ζώντας μέσα στους υπονόμους η αλήθεια είναι ότι συνηθίζεις σε δυσάρεστα φαινόμενα. Φαινόμενα που έχουν να κάνουν με την διάχυση του ήχου, με τις συνέπειες της σεξουαλικής απουσίας, με την απορρόφηση της υγρασίας από τους πόρους του δέρματος, με την σταδιακή απώλεια της όσφρησης και της χρωματικής οπτικής αντίληψης. Ωστόσο δε δυσανασχετώ και λέω συχνά στους αρουραίους για να το ακούει και ο εαυτός μου ότι αξίζει το κάθε δευτερόλεπτο εδώ που διάλεξα να ζήσω, για έναν και μόνο λόγο. Υπάρχουν απόβλητα που στο απόλυτο σκοτάδι παράγουν έναν έντονο φωσφορισμό. Το μόνιμα υγρό ταβάνι του υπονόμου αντανακλά σημειακά το φωσφορισμό των σκουπιδιών. Λίγοι το ξέρουν, αλλά ο ουρανός τη νύχτα στον τόπο που μένω έχει πάντα αστέρια.

Τρόποι για να φτάσεις στην Ινδοκίνα, #2


Όταν ήμουν μικρή έριξα από το ντουλάπι ένα βάζο με μαρμελάδα φράουλα. Το βάζο έσπασε. Έπεσα στο πάτωμα και ανάμεσα από τα κομματιασμένα γυαλιά μάζεψα με τα δάχτυλα όλη τη μαρμελάδα. Τα χέρια μου είχαν γεμίσει αίμα και μαρμελάδα. Τα έγλειφα για πολλή ώρα και ήταν τόσο νόστιμα. Μεγαλώνοντας άρχισε να μου λείπει αυτή γεύση και να θέλω να τη δοκιμάσω ξανά. Στα δεκατέσσερα χάραξα το γόνατο μου και ακούμπησα το στόμα μου στην ανοιχτή πληγή που είχα αλείψει με μαρμελάδα. Ρούφηξα όλο το αίμα μέχρι να στεγνώσει. Έτσι ξεκίνησα να πίνω από το αίμα μου τακτικά και έμαθα να φτιάχνω μαρμελάδα φράουλα.

Τρόποι για να φτάσεις στην Ινδοκίνα, #1


Χιόνιζε ακατάπαυστα. Βγήκαν από το αμάξι όταν έφτασαν στην άμμο. Η παραλία έμοιαζε με σεληνιακό τοπίο. Είχαν μαζί τους τα σκυλιά, τρία μεγάλα κυνηγόσκυλα. Άναψαν μια φωτιά με χαρτιά από εφημερίδες και πακέτα τσιγάρων. Φορούσαν και οι δύο σκούφο. Η μητέρα φορούσε έναν πράσινο με γκρίζες ρίγες. Ήπιαν ένα μπουκάλι αψέντι. Έπιναν από το στόμιο. Τα σκυλιά έπαιζαν με το χιόνι. Ο γιός πήγε πίσω στο αμάξι και έφερε και το δεύτερο μπουκάλι. Το ήπιαν πιο γρήγορα. Την άγγιξε στο λαιμό. Εκείνη δεν αντιστάθηκε. Τη φίλησε στο στόμα. Πρώτη φορά φιλούσε άνθρωπο με δική του πρωτοβουλία. Εκείνη δεν τραβήχτηκε. Της εξομολογήθηκε ότι από την εφηβεία του ήταν ερωτευμένος μαζί της. Εκείνη τα δεχόταν όλα μισοκλείνοντας τα μάτια και μουρμουρίζοντας ναι. Τα σκυλιά είχαν κρυώσει. Κουλουριάστηκαν μπροστά στη φωτιά και κοιμήθηκαν αμέσως. Της είπε πως ό,τι και αν κάνει γι'αυτήν είναι λίγο, πως δεν υπάρχει τρόπος για να της δείξει πόσο τη λατρεύει. Εκείνη συνοφρυώθηκε. Της είπε ότι θα ήθελε πολύ να της πει το μυστικό του, να το πει μόνο σ'αυτήν. Εκείνη ψιθύρισε σταμάτα επιτέλους και χάιδεψε το πιο κοντινό της σκυλί. Τότε άρχισε να ξεβιδώνει σιγά σιγά το αριστερό του χέρι. Το στριφογύρισε αρκετές φορές στη βάση του ώμου και μετά το άφησε μπροστά στα πόδια της. Το πρόσωπό της φωτίστηκε και χαμογέλασε προκλητικά. Συνέχισε, του είπε.