Κασσιτερωτήριο, #4


Νύχτα βαθιά στο βουνό και πλησίαζα τα μελίσσια. Με το αριστερό μου πόδι τους έδινα μια σπρωξιά για να πέσουν στο χώμα και να ανοίξουν σαν καρδιές. Βουτούσα τα χέρια μέχρι τους αγκώνες στο παχύρρευστο μέλι και μετά και τις πατούσες και μετά πασάλειβα όλο μου το πρόσωπο και τα μαλλιά, ιδίως τα μαλλιά. Οι μέλισσες ορμούσαν με μανία κατά πάνω μου. Δε με ένοιαζε. Απλά έκλεινα τα μάτια.

Κασσιτερωτήριο, #3


Το βάσανο είναι αργό και κολλώδες. Πρώτα αφυδατώνεσαι. Μετά πεινάς πολύ. Kουνάς τις κεραίες σου για βοήθεια. Ύστερα αναγκάζεσαι να αποχωριστείς το κέλυφός σου για πρώτη φορά. Βγαίνεις και σέρνεσαι πάνω στα υγρά που έχασε το σώμα σου και έχουν πια ξεραθεί. Λίγο πριν το τέλος συνειδητοποιείς ότι με ανάλογο τρόπο βρίσκει ο θάνατος τα σαλιγκάρια στο εκτροφείο.

Κασσιτερωτήριο, #2

Μέσα στην κοιλιά μου υπάρχει ένας πάσσαλος. Στον πάσσαλο υπάρχουν δεμένα με κλωστές μικρά πουλιά. Στα φτερά των πουλιών υπάρχουν ζωγραφισμένα τα βουνά. Στα βουνά υπάρχουν τα ξεχασμένα χιόνια. Στα χιόνια υπάρχουν θαμμένα το πόμολο της πόρτας, το κλειδί και η κλειδαριά αυτού του δωματίου. Το δέρμα της κοιλιάς μου ζαρώνει και τεντώνεται.