Καρχαρίας, #2


Τις ημέρες ανάμεσα στα μισά του Απριλίου και στα μισά του Μαΐου κυκλοφορεί στα στενά πεζοδρόμια με τις πορτοκαλιές φορώντας αντιασφυξιογόνο μάσκα και κρατώντας σκούπα και φαράσι. Από νωρίς το απόγευμα ώσπου να σκοτεινιάσει σκουπίζει με ζήλο τους λευκούς πορτοκαλοανθούς από κάτω. Μαζεύει τα σκόρπια αρωματικά πέταλα σε μαύρες πλαστικές σακούλες, τις δένει καλά και τις πετάει μόνο σε κάδους που το καπάκι τους κλείνει ερμητικά. Μουρμορίζει ότι αυτή η βρωμοάνοιξη του σκίζει την καρδιά.

Καρχαρίας, #1


Περπατάει στους δρόμους τυλιγμένος σε μια πράσινη καμπαρντίνα. Στην πρώτη μαύρη γάτα που θα συναντήσει, βγάζει τα χέρια του από τις τσέπες, την κυνηγάει, την αρπάζει και τη φιλάει στο σημείο του κρανίου ανάμεσα στα αφτιά. Μετά εξαφανίζεται. Έχω ακόμα το σημάδι από την οδοντοστοιχία του. 

Σακραφλατία, #4


Κάποιος στο δρόμο διαλαλούσε εργαλείο "για να περνάτε την κλωστή απ'τη βελόνα" και εκείνη τη στιγμή πίστευα την κάθε λέξη του.

Σακραφλατία, #3


Αν ένα μεσημέρι καλοκαιριού περπατώντας σε κάποιο λιβάδι σκοντάψεις πάνω στο καβούκι μιας χελώνας, σταθείς, το αναποδογυρίσεις και αντί για τέσσερα πόδια, μια κοιλιά και ένα κεφάλι αντικρίσεις δεκάδες νεογέννητα γαλάζια σκουλήκια φωλιασμένα στο κούφιο κέλυφος να σέρνονται ράθυμα το ένα πάνω στο άλλο, τότε θα ξέρεις ότι έχεις περάσει τα σύνορα αυτής της χώρας και είσαι ήδη άρρωστος.

Σακραφλατία, #2


Λέγεται ότι όποιος έχει γεννηθεί εκεί, οφείλει πρώτα να κατασκευάσει και έπειτα να διατηρεί σε άψογη κατάσταση μια συλλογή από σκιάχτρα μινιατούρες. Αποτελούμενη από τουλάχιστον δώδεκα στελέχη. Δεν είναι απλή υπόθεση. Πρέπει καθημερινά με μια μικροσκοπική τσουγκράνα να χτενίζει τα κομματάκια άχυρου που απαρτίζουν το σώμα τους. Χρησιμοποιώντας μια σύριγγα με στόμιο σε μέγεθος κεφαλιού καρφίτσας να ανανεώνει την κόλλα ανάμεσα στα μέλη του σώματος κάθε φιγούρας. Με μια παραμάνα να συσφίγγει τους κόμπους μεταξύ των λεπτών νημάτων που σχηματοποιούν τα χέρια, τον κορμό, το κεφάλι των σκιάχτρων. Δύο φορές την εβδομάδα να αφαιρεί προσεκτικά τα βαμβακερά πουκάμισα που φοράνε τα σκιάχτρα ξεκουμπώνοντας ένα ένα με τη βοήθεια μικροσκοπίου τις χάντρες που λειτουργούν ως κουμπιά. Στη συνέχεια να τα πλένει με βραστό νερό και πράσινο σαπούνι και αφού στεγνώσουν, να τα σιδερώνει κάτω από μια πυρωμένη μεταλλική ξύστρα μολυβιών πριν να τα ξαναφορέσει στα σκιάχτρα του. Δεν είναι εύκολο έργο η φροντίδα μιας τέτοιας συλλογής. Ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συντηρητές έχουν μεγάλες μαύρες φτερούγες αντί για δάχτυλα. Λέγεται ότι όποιος έχει γεννηθεί εκεί, δεν έχει γνωρίσει ποτέ το φόβο. 

Σακραφλατία, #1


Ο ένας είχε ξυρίσει τα μισά του μαλλιά και με τα υπόλοιπα μισά είχε δεθεί γερά στον κορμό της άρρωστης καστανιάς έξω από το σπίτι των νεκρών γονιών του. Ο άλλος είχε περάσει ένα αγκίστρι στο πάνω χείλος του και αιωρούνταν κρεμασμένος σε μια τρίχα απ'τα μαλλιά του πρώτου στη μεγάλη γέφυρα πάνω από μια ξεραμένη λίμνη. Ο τρίτος είχε ξεκινήσει επιτέλους εκείνο το ταξίδι του για τη Σακραφλατία φορώντας τα παπούτσια που κατά λάθος έπεσαν από τα πόδια του δεύτερου και κουβαλώντας ένα τεράστιο καρβέλι από το αγαπημένο μας καλαμποκόψωμο για να σκορπάει ψίχουλα στις κάμπιες που τον τσιμπούσαν στο δρόμο. Ατένιζα το ταβάνι για πολλές μέρες αφότου διάβασα εκείνο το γράμμα των τριών παλιών μου φίλων και σκεφτόμουν πόσο σπουδαίο είναι να συντηρείς το παρελθόν στη φορμόλη ή τουλάχιστον σε καθαρό οινόπνευμα.

Για τί πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το κόκκινο χρώμα, #4


Τα βράδια καθόμασταν γύρω από το πορτατίφ του γραφείου με το κίτρινο φως. Έπαιρνε ο μεγαλύτερος από τους πέντε, πρώτος μπροστά του το τσίγκινο πιάτο κι έφτυνε μέσα του ένα ένα τα μαύρα κουκούτσια της μέρας που τελείωνε. Έπεφταν κάνοντας πρώτα μερικές σβούρες με δυνατή μεταλλική αντήχηση. Το πιάτο περνούσε δεξιόστροφα από χέρι σε χέρι μέχρι να φτάσει σε μένα. Σαν νεαρότερη αφού έφτυνα και τα δικά μου κουκούτσια στο πιάτο, πήγαινα και τα άδειαζα όλα στη γλάστρα με τα πέντε ηλιοτρόπιά μας. Μετά ο μεγαλύτερος μας έκανε νόημα να γυρίσουμε τα κεφάλια μας προς τον τοίχο. Συνήθως εγώ κρυφοκοιτούσα. Τα ηλιοτρόπια έσκυβαν τότε αργά μέχρι το χώμα, άνοιγαν το μικροσκοπικό τους στόμα και έτρωγαν τα κουκούτσια αμάσητα. Σε λίγα λεπτά σηκώνονταν και πάλι παριστάνοντας ότι κοιμούνται αλλά τα κουκούτσια πάντα έλειπαν. Όλα τα πρωινά τα ηλιοτρόπια μας ξυπνούσαν όρθια και τεντωμένα με όλη τους τη δύναμη προς το φως  που ανέτειλε στο μακρινό ορίζοντα. Έτσι περνούσαμε τις μέρες και τις νύχτες μας εγώ και τα τέσσερα αδέρφια μου. Ώσπου έφτασε εκείνη η δυστυχισμένη νύχτα, έπειτα από εκείνη την ευτυχισμένη μέρα, που κανείς μας δε βρήκε να φτύσει ούτε ένα κουκούτσι από τη μέρα του για να ταϊσει τους πέντε ήλιους στη γλάστρα. Αυτοί για εκδίκηση την ίδια νύχτα μάδησαν τα πέταλα τους. Το άλλο πρωί μας που μας ξύπνησαν είχαν τεντώσει τα φαλακρά τους κεφάλια προς τη σκοτεινή άβυσσο στο μαύρο χώμα.