Για τί πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το κόκκινο χρώμα, #3


Στη γωνία του πάρκου απέναντι από το πρώτο μου σπίτι στεκόταν πάντα ένας τυφλός λαχειοπώλης. Είχε δύο χαίνουσες γκρίζες τρύπες εκατέρωθεν της μύτης του αντί για ίριδες και βλέφαρα. Όποτε τον πλησίαζε βήμα, κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια τον περαστικό και φώναζε: "το σκοτάδι όμως δε στο δίνω".

Για τί πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το κόκκινο χρώμα, #2


Καθώς τεντώθηκε να πιάσει το φλιτζάνι που του πρόσφερα, το κιμονό του ανασηκώθηκε απαλά, σαν μόλις να το φύσηξε μια σχεδόν απραγματοποίητη αύρα, και φάνηκε το χέρι του μέχρι τον αγκώνα . Ήταν καλυμμένο από φτερά παγωνιού.

Για τί πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το κόκκινο χρώμα, #1


Με πλησίασε αθόρυβα και κάθισε στη διπλανό κάθισμα χωρίς να με κοιτάξει. Ο θάλαμος αναμονής ήταν υπερφωτισμένος από μπλε λαμπτήρες νέον που διάσχιζαν σαν φλέβες τους τοίχους. Κάναμε ησυχία, σχεδόν κρατούσαμε την αναπνοή μας. Ο άδειος χώρος ήταν ικανός να αναπαράγει τον παραμικρό κρότο με ανεπιθύμητη αντήχηση. Περιμέναμε αμίλητοι και ανά διαστήματα κοιτούσαμε το πόμολο της πόρτας. Φορούσε στολή μίμου, ναυτικό κασκέτο, άσπρη χάρτινη μάσκα και χειρουργικά γάντια. Ακίνητος έμοιαζε σαν υπνωτισμένος με το βλέμμα ίσια μπροστά. Ακουμπούσε τους αγκώνες στα γόνατά του. Πρόσεξα ότι και τα δικά του γόνατα έτρεμαν. Οι λάμπες δίπλα μας αναπάντεχα αναβόσβηναν με τριγμούς. Το κρύο έβγαινε από την κλειδαρότρυπα της πόρτας. Έσφιγγα το δόντια, τα βλέφαρα και κατέβαζα το κεφάλι. Ξαφνικά σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος μπροστά μου. Έβγαλε αργά από την τσέπη του γιλέκου του ένα στηθοσκόπιο. Φόρεσε τα ακουστικά. Έπιασε τον αριστερό μου καρπό, το σήκωσε στο ύψος των σχισμών της μάσκας του για τα μάτια και ακούμπησε το παγωμένο μέταλλο στην παλάμη μου. Οι λάμπες έσβησαν, η πόρτα ακούστηκε να ανοίγει και το πάτωμα έγειρε προς τα πίσω καθώς άρχισε να δονείται όλο και πιο έντονα από εκατομμύρια καλπασμούς που ορμούσαν προς το μέρος μας. Έπεσα και σύρθηκα κάτω από την καρέκλα κρατώντας σφιχτά την άκρη από το στηθοσκόπιο. Ανάμεσα από τα ξύλινα πόδια της κρυψώνας μου παρατηρούσα πλοκάμια και μανδύες να με προσπερνάνε σε ρυθμικούς κυματισμούς. Εξακολουθούσα να κρατάω το στηθοσκόπιο. Η άλλη άκρη του εισχωρούσε ανάμεσα στο πλήθος με τις βεντούζες και τα χρωματιστά υφάσματα που κατρακυλούσε γύρω μου. Ο μίμος έλειπε. Τραβούσα με όλη μου τη δύναμη το πλαστικό καλώδιο για να τον σύρω προς το μέρος μου. Μέχρι που το έκοψα. Το πέταξα κάτω και δοκίμασα να βγω έξω. Όταν παραμέρισα την καρέκλα, κατάλαβα ότι ήμουν μόνη στο θάλαμο. Το πάτωμα ήταν και πάλι οριζόντιο. Άρχισε να βρέχει. Το ταβάνι ήταν διάτρητο. Σήκωσα το αριστερό μου χέρι για να προφυλαχτώ από το νερό. Είδα τις σταγόνες να περνάνε από μια κυκλική τρύπα στο κέντρο της παλάμης μου.

Vers un détonateur parfait, #4


Την πρώτη μέρα του φθινοπώρου στο αναμορφωτήριο οι καλόγριες μας πήγαιναν περίπατο στο ποτάμι. Πριν να στοιχηθούμε για να ξεκινήσουμε έδεναν στον δεξί αστράγαλο της καθεμιάς μας, με κόκκινο σπάγγο, ένα διάφανο μπαλόνι γεμάτο με νερό και ένα χρυσόψαρο. Για να φτάσουμε στις όχθες διασχίζαμε το καστανόδασος. Κάναμε πολύ θόρυβο όπως σέρναμε επίτηδες τα παπούτσια μας μέσα στα ξερά φύλλα και τα αγκάθια. Όταν κατηφορίζαμε στην κοίτη σηκώναμε τα φουστάνια μας μέχρι το γόνατο. Η ηγουμένη περνούσε με ένα χρυσό ψαλιδάκι και έκοβε τους κόκκινους σπάγγους από τα πόδια μας. Τα σφραγισμένα πλαστικά με τα χρυσόψαρα κατρακυλούσαν το ένα μετά το άλλο μέσα στο ποτάμι και επέπλεαν στην επιφάνεια. Σαράντα δύο πορτοκαλιές κουκίδες αιωρούνταν ελάχιστα πάνω από το νερό. Ακολουθούσαμε με τα μάτια τα φυλακισμένα ψάρια μέχρι που έστριβε το ρεύμα. Υπήρχε τότε η Γκάικε, ένα κορίτσι με βραχνή φωνή, φακίδες και κοντή πλεξούδα. Κάθε φορά άρχιζε μόνη της να διαδίδει ψιθυριστά ότι μετά από τη στροφή που εξαφάνιζε τα μπαλόνια με τα ψάρια, υπήρχαν τεράστια βράχια και ένας άγριος καταρράκτης. Οι πιο πολλές την κοροϊδεύαμε και μερικές την κοιτούσαν τρομαγμένες. Μετά κατεβάζαμε τα φουστάνια, στοιχιζόμασταν ξανά και ανηφορίζαμε το μονοπάτι προς τα πίσω. Γυρνούσαμε ακριβώς την ώρα της προσευχής. Νύχτωνε και η σιδερένια αυλόπορτα κλείδωνε κατευθείαν. Έστελναν τη Γκάικε τιμωρημένη στην απομόνωση και οι υπόλοιπες παίρναμε θέσεις για το βραδινό ψαλμό. Θυμάμαι ότι ήταν εκείνο κάθε χρόνο το μοναδικό βράδυ που ήταν αδύνατο να τραγουδήσω έστω και μία στροφή. Απλώς κουνούσα τα χείλη μου χωρίς ήχο φέρνοντας ξανά και ξανά ολοκάθαρα στο μυαλό μου την ίδια εικόνα : την ώρα που μιλούσε για βράχια και καταρράκτες στα γουρλωμένα μάτια της χόρευαν πορτοκαλιές ανταύγειες και τα μαλλιά της άστραφταν κατακόκκινα στο φως.