ατασθαλία (για τη Θάλεια), #3


Ξύπνησα με την αίσθηση ότι πνίγομαι και πήρα μια ηχηρή ανάσα. Άνοιξα τα μάτια. Δεν υπήρχε τίποτα το ανησυχητικό, στο δωμάτιο υπήρχε βαθύ γκρίζο σκοτάδι όπως πάντα. Προσπάθησα να αλλάξω πλευρό. Ένιωσα στη μέση μου τσιμπήματα, πολλά μαλακά τσιμπήματα που ίσα που διαπέρασαν το ύφασμα της μπλούζας μου. Στα πόδια μου το ίδιο, στα μπράτσα και στο λαιμό μου, το ίδιο. Ανασηκώθηκα και προσπάθησα να ψηλαφίσω, αφού δεν έβλεπα τίποτα. Άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα ένα μικρό λόφο από αγκάθια, πιο δίπλα του άλλον, πιο πέρα κι άλλον, ώσπου κατάλαβα ότι όλο μου το στρώμα ήταν γεμάτο από μπάλες αγκαθιών. Τόλμησα να κατέβω από το κρεβάτι. Το πέλμα μου βυθίστηκε σε μια από αυτές τις αγκαθωτές μάζες και πόνεσα. Ταυτόχρονα δεν το απομάκρυνα και συνειδητοποίησα ότι τα αγκάθια ήταν ζεστά και κινούνταν. Για την ακρίβεια, ανάπνεαν. Πετάχτηκα πάνω. Πατώντας πάνω σε αγκάθια που έβγαζαν μικρές κραυγές καθώς τα συνέθλιβα με τα βήματα μου προς την πόρτα, βγήκα έξω. Γύρισα δύο φορές το κλειδί και μετά το πέταξα. Μόλις ξημέρωσε σφράγισα γύρω γύρω την πόρτα με μονωτική ταινία. Όσο οι μέρες περνάνε από την κρεβατοκάμαρα αρχίζει να αναδύεται οσμή ψοφιμιού. Σκέφτομαι να ζητήσω βοήθεια, να εγκαταλείψω το σπίτι, να βάλω φωτιά στο δωμάτιο, να ρίξω από τη χαραμάδα δηλητήριο για σκαντζόχοιρους, να μιλήσω σε κάποιον γι'αυτό, να πάω για λίγες μέρες σε ξενοδοχείο. Ωστόσο κάθε βράδυ τα αναβάλλω όλα. Έτσι βρίσκει άλλοθι η αϋπνία μου μια ακόμα νύχτα.