ατασθαλία (για τη Θάλεια), #4


Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα γυμνό. Έφυγε προς το δάσος χωρίς να κοιτάζει πίσω του. Μετά την πρώτη στροφή άφησε το μονοπάτι και προχώρησε ανάμεσα στα κλαδιά. Έτρεχε παραμερίζοντας τα φυλλώματα σαν κάτι να προσπαθούσε να προλάβει. Μάλλον το φως, ήταν χειμώνας. Όταν έφτασε στο ρυάκι έβγαλε βιαστικά όλα τα ρούχα του. Απόμεινε γυμνός στο φρύδι της όχθης και κοίταζε το τρεχούμενο νερό. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα γυμνό. Το δέρμα του είχε μια παράξενη χρωματική ασυνέχεια. Μια λωρίδα βαθιού μαύρου χρώματος διέσχιζε το σώμα του από το λαιμό μέχρι τα πέλματα. Η μαύρη ζώνη είχε πλάτος λίγο μεγαλύτερο από τη σπονδυλική στήλη, ξεκινούσε από αυτήν και μετά διαιρούνταν σε δύο μικρότερες εκεί που χώριζαν τα πόδια του. Άρχισε να πλένεται στο νερό. Δεν ήταν βαφή. Το μαύρο δέρμα έμενε ανέπαφο και στιλπνό. Βγήκε έξω. Το κατάλευκο υπόλοιπο σώμα του έμοιαζε να έχει συρρικνωθεί μπροστά στη λάμψη του μαύρου που το έκοβε στα δύο. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα γυμνό. Ξάπλωσε ανάσκελα παράλληλα με τη ροή του ποταμού με ανοιχτά τα μάτια. Κουνούσε αργά το κεφάλι δεξιά αριστερά και έπαιρνε βαθιές αναπνοές. Κοίταξα προς τα πάνω κι εγώ. Τότε μόνο παρατήρησα τα δέντρα. Κορμοί σχισμένοι στα δύο από μια μαύρη φλέβα που τους διαπερνούσε από την κορυφή μέχρι τη ρίζα. Όλα χτυπημένα από κεραυνό. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον είδα γυμνό. 

ατασθαλία (για τη Θάλεια), #3


Ξύπνησα με την αίσθηση ότι πνίγομαι και πήρα μια ηχηρή ανάσα. Άνοιξα τα μάτια. Δεν υπήρχε τίποτα το ανησυχητικό, στο δωμάτιο υπήρχε βαθύ γκρίζο σκοτάδι όπως πάντα. Προσπάθησα να αλλάξω πλευρό. Ένιωσα στη μέση μου τσιμπήματα, πολλά μαλακά τσιμπήματα που ίσα που διαπέρασαν το ύφασμα της μπλούζας μου. Στα πόδια μου το ίδιο, στα μπράτσα και στο λαιμό μου, το ίδιο. Ανασηκώθηκα και προσπάθησα να ψηλαφίσω, αφού δεν έβλεπα τίποτα. Άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα ένα μικρό λόφο από αγκάθια, πιο δίπλα του άλλον, πιο πέρα κι άλλον, ώσπου κατάλαβα ότι όλο μου το στρώμα ήταν γεμάτο από μπάλες αγκαθιών. Τόλμησα να κατέβω από το κρεβάτι. Το πέλμα μου βυθίστηκε σε μια από αυτές τις αγκαθωτές μάζες και πόνεσα. Ταυτόχρονα δεν το απομάκρυνα και συνειδητοποίησα ότι τα αγκάθια ήταν ζεστά και κινούνταν. Για την ακρίβεια, ανάπνεαν. Πετάχτηκα πάνω. Πατώντας πάνω σε αγκάθια που έβγαζαν μικρές κραυγές καθώς τα συνέθλιβα με τα βήματα μου προς την πόρτα, βγήκα έξω. Γύρισα δύο φορές το κλειδί και μετά το πέταξα. Μόλις ξημέρωσε σφράγισα γύρω γύρω την πόρτα με μονωτική ταινία. Όσο οι μέρες περνάνε από την κρεβατοκάμαρα αρχίζει να αναδύεται οσμή ψοφιμιού. Σκέφτομαι να ζητήσω βοήθεια, να εγκαταλείψω το σπίτι, να βάλω φωτιά στο δωμάτιο, να ρίξω από τη χαραμάδα δηλητήριο για σκαντζόχοιρους, να μιλήσω σε κάποιον γι'αυτό, να πάω για λίγες μέρες σε ξενοδοχείο. Ωστόσο κάθε βράδυ τα αναβάλλω όλα. Έτσι βρίσκει άλλοθι η αϋπνία μου μια ακόμα νύχτα.

ατασθαλία (για τη Θάλεια), #2


Στα όνειρά μου- σε αυτά που θυμάμαι μετά τον ύπνο αλλά και σε εκείνα που νομίζω ότι έχω ξεχάσει- βλέπω τα πάντα από μια αξιοσημείωτα χαμηλή οπτική γωνία. Οι γύρω μου υπόλοιποι άνθρωποι έτσι παίρνουν διαστάσεις γιγάντιων μορφών, με κεφάλια μικροσκοπικά που μόλις διακρίνονται στο βάθος του οπτικού μου ορίζοντα, πόδια μακριά και χέρια τεράστια. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ενήλικα δέντρα, και με τα ψηλά σπίτια, και με τα φουγάρα των υπερωκεάνιων, και με τις έλικες των ανεμογεννητριών, μοιάζουν στα μάτια του ονειρευόμενου εαυτού μου σαν να τείνουν ψηλώνοντας προς κάποιο διαγαλαξιακό σημείο φυγής στα βάθη του ουρανού. Από την άλλη πλευρά, κατά τη διάρκεια του ύπνου, έχω εξαιρετική σχέση με όλα τα πλάσματα που βλασταίνουν κοντά στο χώμα, με τα πλάσματα που έρπουν, με τα μικροσκοπικά ζώα, με τα έντομα όταν δεν πετούν ή όταν έχουν πεθάνει αλλά και με οτιδήποτε άλλο ξεχνιέται πεθαμένο στο έδαφος. Σε κάθε όνειρο, αυτές μονάχα είναι οι μορφές που μπορώ να κοιτάζω κατά πρόσωπο. 

ατασθαλία (για τη Θάλεια), #1


Η κυρία Θ. φημιζόταν για τη δεξιοτεχνία της στην κοπτοραπτική, για τα άκαμπτα χαρακτηριστικά του προσώπου της και για το μονήρη βίο της. Γερνούσε τακτοποιώντας ξανά και ξανά παλιά φορέματα και παλτά μέσα στις ντουλάπες ενός σπιτιού με διπλή εσωτερική σκάλα και πολυέλαιο χωρίς αυτή η κατάσταση να αποτελεί κάτι διαφορετικό από τα νιάτα της ή την περίοδο της ωριμότητάς της. Στον περίεργο και ομιλητικό ταχυδρόμο που της έφερνε κάθε τέταρτη εβδομάδα ένα δέμα απαντούσε πάντα χωρίς ούτε μια δόση αυτοσαρκασμού με σοβαρότητα και αφοσίωση ότι αυτό τον καιρό ράβει το νυφικό της. Ήταν αναμενόμενο να θελήσει να πεθάνει καταπίνοντας βελόνες δεδομένης της λατρείας της για τα μικροσκοπικά αυτά εργαλεία. Η μορφή του νυφικού της όμως, όχι. Το βρήκαν σιδερωμένο να κρέμεται μπροστά στον καθρέφτη. Ένα σακί βρεφικών διαστάσεων κλειστό από παντού, χωρίς προεξοχές για χέρια και πόδια, με μία και μοναδική προεξοχή στη θέση του κεφαλιού σαν κουκούλα αλλά χωρίς άνοιγμα για το πρόσωπο.