x-static process


Μπροστά στο σπίτι όπου γεννήθηκα υψωνόταν το Βουνό, ολισθηρό και απόκρημνο. Από παιδί προσπαθούσα να το διασχίσω σκαρφαλώνοντας μάταια στο σαθρό του έδαφος. Όταν έγινα δεκαπέντε χρονών γιόρτασα τα γενέθλιά μου ανεβασμένος στα κεραμίδια μέχρι να νυχτώσει. Τότε πήρα την απόφαση να περάσω μέσα από το βουνό στην άλλη πλευρά. Γέμισα την αριστερή τσέπη του παλτού μου με καρύδια για να τρώω στο δρόμο και ακόμα πήρα μαζί μου μια πλάκα σαπούνι για να πλυθώ μετά το ταξίδι. Στη δεξιά τσέπη έβαλα τη χελώνα μου που με ακολούθησε τρεις φορές όταν θέλησα στην αρχή να την αφήσω πίσω. Ξεκίνησα να ανοίγω μια τρύπα στο σώμα του βουνού με τα χέρια μου αφού δεν ήταν δύσκολο καθόλου. Ο φλοιός του υποχωρούσε σαν πούδρα ανάμεσα στα δάχτυλά μου και δημιουργούσε μικρές σπηλιές από όπου εύκολα περνούσα παραμέσα. Όσο προχωρούσα και τα νύχια μου γέμιζαν λευκή σκόνη απ'τα πετρώματα, οι σπηλιές μεγάλωναν και σχημάτιζαν σήραγγες και οι σήραγγες όλο και πλάταιναν ώσπου έγιναν υπόγειες λεωφόροι και τελικά ολόκληρα ξέφωτα λουσμένα σε ένα απαλό λευκό φως. Σε ένα από αυτά σταμάτησα για να ξεκουραστώ. Έβγαλα από την τσέπη μου ένα κατάλευκο καρύδι έσπασα το τσόφλι, αναρωτήθηκα γιατί ο καρπός μέσα ήταν και αυτός λευκός, και το έφαγα. Η χελώνα μου ξεπρόβαλλε το άσπρο της κεφάλι απορημένη από ένα κάτασπρο καβούκι. Παρατήρησα τις σκονισμένες παλάμες και τα σκονισμένα ρούχα μου που έμοιαζαν τώρα φτιαγμένα από το ίδιο υλικό και δεν ξεχώριζε ύφασμα από δέρμα. Καθώς προσπαθούσα να θυμηθώ τί χρώμα είχε το σαπούνι που είχα μαζί μου πριν γίνει και αυτό λευκό, άκουσα πίσω μου ήχο από οπλές. Γυρνώντας αντίκρισα ένα πανύψηλο λευκό άλογο να με κοιτάζει ανοιγοκλείνοντας τα κάτασπρα μάτια του κι έναν αγέρωχο λευκό στρατιώτη με ναπολεόντειο καπέλο και στολή να ξεπεζεύει για να μαζέψει από κάτω το ξίφος του. Μετά αντήχησαν τακούνια και πέρασε μπροστά στα μάτια μου μια συντροφιά από λευκές γυναίκες με ψηλές λευκές περούκες και μεγάλα άσπρα φορέματα. Έπειτα λευκοί άντρες με λευκά κοστούμια διασταύρωσαν την πορεία τους με άλλους λευκούς άντρες με άσπρους χιτώνες και με μια παρέα από χαμογελαστούς κατάλευκους πυροσβέστες. Τα ξέφωτα γύρω μου είχαν γεμίσει λευκές παράξενες φιγούρες ασύνδετες μεταξύ τους που κάθε λίγο ξεπετάγονταν από το λευκό φόντο και μετά χάνονταν μέσα του ξανά. Τους έβλεπα να περιφέρονται γύρω μου και καμιά φορά να σταματούν απότομα. Πότε πότε αισθάνομαι μια κούραση και ένα παράξενο μούδιασμα στο σώμα. Τότε κοιμάμαι αλλά χωρίς να χρειαστεί να κλείσω τα βλέφαρα ή να ξαπλώσω. Όταν ξυπνάω είναι πάλι όλοι γύρω μου και περιδιαβαίνουν ασταμάτητα ολόλευκοι μέσα στο ίδιο καθησυχαστικό λευκό φως. Οι διαδρομές τους μοιάζουν να μην έχουν προορισμό, συχνά είναι κυκλικές ή πολύ σύντομες και είναι γεμάτες από αναπάντεχες παύσεις που διαρκούν ώρες ή μέρες. Το μόνο που έχει σημασία είναι να πραγματοποιείται η κίνηση. Το ίδιο κάνω κι εγώ μαζί με τη χελώνα μου. Περπατάμε απεγνωσμένα από λευκό σε λευκό τούνελ. Μέχρι που έρχεται πάλι και μας κυριεύει εκείνη η ανεξήγητη ακινησία και παγώνουμε στυλώνοντας το βλέμμα στο λευκό κενό μπροστά μας και μετά ξανα ξυπνάμε και μετά ξανά περπατάμε λευκοί ανάμεσα στους λευκούς συντρόφους μας χωρίς σκοπό.