Το λένε τα πουλιά, #4


Περπατώ τέσσερις μέρες σε αυτό το δάσος. Εδώ και λίγες ώρες αρχίζω να συμβιβάζομαι με την ιδέα ότι μάλλον έχω χαθεί. Από παντού ακούγεται να κελαρύζει νερό αλλά δεν το έχω δει ούτε μια φορά και ας έχω ήδη σκάψει λάκκους και ας σηκώνω και την k;aue πέτρα στο δρόμο μου για να ψάξω ρυάκι από κάτω της. Από τότε που άδειασε το παγούρι μου κόβω από τους θάμνους και τρώω κάτι πράσινους καρπούς που μοιάζουν με μικροσκοπικές ντομάτες. Είναι ξινοί και μου προκαλούν περισσότερη δίψα. Βάζω παντού σημάδια στο πέρασμα μου. Δεν έχω συναντήσει τόσες μέρες ούτε ένα από αυτά. Χρειάζομαι νερό. Την πρώτη νύχτα παρατήρησα να φέγγει ανάμεσα σε μακρινά φυλλώματα ένα κίτρινο φως. Κινήθηκα προς τα εκεί. Διψούσα αλλά φοβόμουν. Πλησίασα χωρίς θόρυβο και παραφυλούσα πίσω από τον τρύπιο κορμό μιας βελανιδιάς. Τρεις μεγάλοι κέδροι σχημάτιζαν ένα τριγωνικό ξέφωτο. Εκεί δύο μορφές κάθονταν σε ένα τραπέζι και μια μισόσβηστη λάμπα πετρελαίου έγραφε στο χώμα τα περιγράμματα των σκιών τους. Το τραπέζι είχε ξύλινη τάβλα και πόδια από κόκαλα ζώων. Η μια μορφή ήταν ένας άντρας που τον ονόμασα μέσα μου βοσκό. Ο βοσκός καθισμένος πάνω σε μια πέτρα φορούσε τρίχινη κάπα και τσαλακωμένο καπέλο με κεντήματα και πούλιες που χρύσιζαν. Η δεύτερη μορφή ήταν ένας σκύλος μεγαλόσωμος και λεπτός. Ο σκύλος καθόταν απέναντι από το βοσκό πάνω σε ένα κούτσουρο με τα πίσω πόδια αναδιπλωμένα και τεντωμένα τα μπροστινά. Μιλούσαν μια περίεργη λαλιά με πολλές ανάσες και  άηχα σύμφωνα. Ο σκύλος μιλούσε περισσότερο από το βοσκό σα να μονολογούσε και δεχόταν πού και πού ερωτήσεις. Σκέφτηκα ότι αυτή είναι η γλώσσα των σκυλιών. Όταν ο βοσκός γύρισε απότομα κοίταξε προς μέρος που κρυβόμουν κατάλαβα ότι το καπέλο του είχε πάνω και κουδούνια. Ο σκύλος σώπασε για λίγο και κοίταξε και αυτός. Αποφάσισα να αποκαλυφθώ.  Πήγα κοντά τους και έκανα χειρονομίες και επιφωνήματα που εκλιπαρούσαν για νερό. Ο βοσκός έστρεψε το  πρόσωπο στο σκοτάδι που έβγαινε από τα δέντρα πίσω του. Ο σκύλος με παρακολουθούσε προσεκτικά. Ο σκύλος απευθύνθηκε στο βοσκό λέγοντας μια σύντομη φράση με πολλά χ που τον παρακίνησε να αρχίσει να σκαλίζει με τα χέρια το χώμα κάτω από το τραπέζι. Ξέθαψε ένα πήλινο πιθάρι και τρία κύπελλα. Είχα οπισθοχωρήσει αλλά ο σκύλος μού έγνεψε να επιστρέψω. Τα κύπελλα ήταν στο τραπέζι, ένα μπροστά από τον καθένα μας. Η λάμπα είχε σταματήσει να φωτίζει. Ο βοσκός είχε ήδη σερβίρει. Άρπαξα με λαχτάρα το ποτήρι μου να πιω. Με την αφή των χειλιών κατάλαβα ότι δεν ήταν νερό. Το πέταξα απότομα. Το κύπελλο άδειασε στον αέρα και μετά κατρακύλησε μακριά. Στο χώμα και πάνω στο τραπέζι σκόρπισαν  λευκοί διάστικτοι κύβοι, αυτοί που αποκαλούμε ζάρια.