Το λένε τα πουλιά, #2


Ο θεραπευτής μου έδωσε μόνο ένα χάρτη που οδηγούσε στο ποτάμι. Συμβούλεψε να ξεκινήσω μόλις δύσει το φεγγάρι. Ο δρόμος ήταν ολοσκότεινος και τα βουνά τριγύρω έκρυβαν το μισό ουρανό. Τον άλλο μισό τον έκρυβαν οι καστανιές και τα πλατάνια. Μόλις έφτασα έβγαλα όλα τα ρούχα μου και μπήκα στο μαύρο νερό μέχρι τα γόνατα. Άρχισα να περπατάω αργά κόντρα στο ρεύμα. Παγωμένος αέρας έμπαινε στα ρουθούνια μου και ανατρίχιαζε τις φύτρες των μαλλιών μου. Το νερό δεν έκανε καλό στις πληγές μου που έκαιγαν φριχτά. Κάτι άρχισε να αναταράσσει την τάξη του σκοταδιού. Ένα φωτεινό σύννεφο στο ύψος των ματιών μου πλησίαζε από μακριά. Αναβόσβηνε κόκκινο και λευκό. Στάθηκα ακίνητη και περίμενα, σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν το ξόρκι που μου έστελνε ο θεραπευτής. Περίμενα. Καθώς το σύννεφο πλησίαζε κατάλαβα ότι δεν ήταν μάζα αλλά πολλά μικρά φωτεινά σημεία στον αέρα. Το καθένα τους άναβε και έσβηνε απαλά σαν να μετέδιδε αργά το φως για να ανάψει το διπλανό του. Με πλησίαζαν ώσπου με περικύκλωσαν. Βγήκα στην όχθη παραπατώντας, ξάπλωσα και έκλεισα τα μάτια. Όταν τα άνοιξα είδα τις πληγές μου να φωσφορίζουν. Ένα σμήνος από πυγολαμπίδες καθόταν πάνω σε κάθε σκίσιμο του δέρματός μου. Κοιμήθηκα ξανά.