Το λένε τα πουλιά, #1


Στον ύπνο της παραμιλούσε με βογγητά και κούφιες ανάσες. Σηκώθηκε μέσ' την ταραχή λουσμένη απ' τον ιδρώτα. Έδεσε το μαντήλι στο κεφάλι της και ανακάθισε στο ντιβάνι. Ένιωθε το κορμί της ζαρωμένο και παλιό. Πεινούσε και διψούσε πολύ. Σηκώθηκε και άναψε μισό νύχι τη λάμπα κάτω από τον καθρέφτη. Κοιτάχτηκε. Ένα πρόσωπο όλο χλωμάδα και σκιά. Ένα πρόσωπο σαν από την ανάποδη. Της έλειπε και το ένα σκουλαρίκι. Έριξε μια κουβέρτα στους ώμους και βγήκε στην αυλή. Εκεί είδε τη μηλιά πυκνή και μαύρη να θροϊζει λες και ένας αόρατος την ταρακουνούσε για να τη βασανίσει. Εκεί είδε και το τεντωμένο σκοινί. Η μιά του άκρη στον κορμό και η άλλη κάτω στο χώμα. Άργησε να καταλάβει ότι εκείνος ο σωρός από σάρκα και κόκαλα ήταν η κατσίκα. Έτρεξε κι έφερε τη λάμπα. Την έπιασε από το πηγούνι, της φώτισε το κεφάλι και είδε τα δικά της μάτια να καθρεφτίζονται στα ορθάνοιχτα ξερά μάτια της κατσίκας ενώ μαύρα σκουλήκια έβγαιναν από το στόμα της κι ακόμα μαζεύονταν γύρω από πληγές στα πόδια και στα στήθη της. Ο πραματευτής της είχε πει να φυλάει το ζωντανό κι αυτή δεν τον πίστεψε. Πού ακούστηκε βάτραχος να ρουφάει αίμα και γάλα από κατσίκες, φαντασίες είναι αυτά πάτε να τα γράψετε τραγούδια, του' λεγε. Είχε όμως σκοτάδι και δε μπορούσε να ανοίξει λάκκο τώρα. Ήθελε ακόμα για το ξημέρωμα. Έπεσε για να κοιμηθεί αλλά δεν ήρθε ο ύπνος. Με το φως του λύκου βγήκε στην αυλή ζαλισμένη. Προχώρησε προς το πηγάδι και έστρεψε το αφτί στο νερό. Άκουγε μια αναπνοή βραχνή και χορτασμένη. Ξεκρέμασε απαλά τον κουβά, έφερε και το γάλα κι έσταξε μέσα με περιφρόνηση δυο τρεις σταγόνες. Άρχισε και τον κατέβαζε σιγά σιγά ώσπου έπιασε πάτο. Κι έπειτα περίμενε και περίμενε. Χάραζε ο ουρανός κι όπου να'ναι θα ξεκινούσαν τα πρώτα πουλιά. Σχεδόν αποκοιμήθηκε με την πλάτη ακουμπισμένη στο πηγάδι, με το ένα χέρι στο μάγουλό της και το άλλο να κρατάει σφιχτά το σκοινί. Ένιωσε τον πήδο του μέσα και τινάχτηκε κι αυτή μαζί του. Βιαστικά τράβηξε πάνω το σκοινί και τον είδε, χοντρό και γυαλισμένο, μια αγκαλιά ζώο, θρονιασμένο πάνω στο γάλα να γλείφει λαίμαργα. Έβγαλε το μαντήλι της, το πέταξε πάνω του, και πριν προλάβει αυτός να κρώξει τον τύλιξε γερά. Έπιασε το δεμάτι από την άκρη κι άρχισε να το κοπανάει στη μηλιά, μιά, δυό, τρείς φορές, με λύσσα, ώσπου ένιωσε ότι αυτό που είχε μέσα είχε γίνει μαλακό και το μαντήλι είχε μουσκέψει κι έσταζε. Όταν έφεξε πήρε την τσάπα και τους έθαψε στον ίδιο λάκκο, αντικριστά βάτραχο με κατσίκα, σκεπασμένους με το μαντήλι της. Είχε περάσει κι η ώρα. Φόρεσε ένα παλιό μαντήλι, κατακόκκινο που το'χε από τη μάνα της και πήγε στα καπνά.