Το λένε τα πουλιά, #3


Βρέθηκα να περιπλανιέμαι κάποτε στις πλαγιές γύρω από τους πρόποδες του βουνού με τις ψηλές φτέρες και τους παράδοξους μονόλιθους. Το χώμα κάτω ήταν μαλακό και υγρό, οι σόλες μου ήταν ψάθινες. Ο αέρας μύριζε σάπια χόρτα. Εκεί που αραίωναν οι θάμνοι τα σαλιγκάρια περπατούσαν σε ελικοειδείς σχηματισμούς ή σε απόλυτες ευθείες. Σκόνταψα σε ένα κρανίο αλόγου και μάζεψα από κάτω μερικά θρύμματα από κόκαλα σκίουρου. Κάθισα να ξεκουραστώ σε ένα ξέφωτο που έμοιαζε με κρατήρα. Είχε διάτρητο έδαφος από ψιλή άμμο. Την ώρα που έβγαιναν τα πρώτα άστρα ένιωσα κάτι να σέρνεται πάνω στο γόνατό μου. Ήταν ένα μεγάλο μαύρο σαλιγκάρι με λέπια αντί για κέλυφος και κόκκινες παλλόμενες κεραίες. Οι μικρές φολίδες στο δέρμα του, λείες και στιλπνές, αντανακλούσαν και τα τελευταία υπολείμματα από φως. Καθώς νύχτωνε το σαλιγκάρι εξακολούθησε να διατρέχει γαλήνια και υπομονετικά το πόδι μου. Καθώς ανέβαινε άφηνε πίσω του το ίχνος από ένα γαλακτώδες υγρό που έπηζε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Ξάπλωσα πίσω και άρχισα να διαβάζω τους αστερισμούς. Είδα πρώτα το Νότιο Τρίγωνο, τις Άρκτους, τον Κύκνο και το Σπαθί του Ωρίωνα. Το σαλιγκάρι πλησίαζε αργά τον ομφαλό μου. Βρήκα την Κόμη της Βερενίκης, το Τετράγωνο του Πήγασου και την Κυψέλη. Ανατρίχιασα τη στιγμή που αισθάνθηκα το μαύρο σαλιγκάρι να φτάνει στη βάση του λαιμού. Έψαξα το Διπλό Σμήνος του Περσέα μιας και πλησίαζε φθινόπωρο που φέγγει αχνά κάτω από την Κασσιόπη. Από την καμπύλη του αριστερού μου ζυγωματικού το σαλιγκάρι αναρριχήθηκε μεθοδικά στο μάγουλο. Παρατήρησα πώς τρεμόσβηναν οι Πλειάδες λίγο πριν το ξημέρωμα και πόσο μακρινή έμοιαζε η Λύρα. Οι κεραίες του μαύρου σαλιγκαριού ακούμπησαν την άκρη των χειλιών μου. Αναγνώρισα τελευταίο τον Τοξότη και πίσω του διαλυμένο το Νεφέλωμα της Λίμνης. Μετά έκλεισα τα μάτια μου και άνοιξα το στόμα.

Το λένε τα πουλιά, #2


Ο θεραπευτής μου έδωσε μόνο ένα χάρτη που οδηγούσε στο ποτάμι. Συμβούλεψε να ξεκινήσω μόλις δύσει το φεγγάρι. Ο δρόμος ήταν ολοσκότεινος και τα βουνά τριγύρω έκρυβαν το μισό ουρανό. Τον άλλο μισό τον έκρυβαν οι καστανιές και τα πλατάνια. Μόλις έφτασα έβγαλα όλα τα ρούχα μου και μπήκα στο μαύρο νερό μέχρι τα γόνατα. Άρχισα να περπατάω αργά κόντρα στο ρεύμα. Παγωμένος αέρας έμπαινε στα ρουθούνια μου και ανατρίχιαζε τις φύτρες των μαλλιών μου. Το νερό δεν έκανε καλό στις πληγές μου που έκαιγαν φριχτά. Κάτι άρχισε να αναταράσσει την τάξη του σκοταδιού. Ένα φωτεινό σύννεφο στο ύψος των ματιών μου πλησίαζε από μακριά. Αναβόσβηνε κόκκινο και λευκό. Στάθηκα ακίνητη και περίμενα, σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν το ξόρκι που μου έστελνε ο θεραπευτής. Περίμενα. Καθώς το σύννεφο πλησίαζε κατάλαβα ότι δεν ήταν μάζα αλλά πολλά μικρά φωτεινά σημεία στον αέρα. Το καθένα τους άναβε και έσβηνε απαλά σαν να μετέδιδε αργά το φως για να ανάψει το διπλανό του. Με πλησίαζαν ώσπου με περικύκλωσαν. Βγήκα στην όχθη παραπατώντας, ξάπλωσα και έκλεισα τα μάτια. Όταν τα άνοιξα είδα τις πληγές μου να φωσφορίζουν. Ένα σμήνος από πυγολαμπίδες καθόταν πάνω σε κάθε σκίσιμο του δέρματός μου. Κοιμήθηκα ξανά. 

Το λένε τα πουλιά, #1


Στον ύπνο της παραμιλούσε με βογγητά και κούφιες ανάσες. Σηκώθηκε μέσ' την ταραχή λουσμένη απ' τον ιδρώτα. Έδεσε το μαντήλι στο κεφάλι της και ανακάθισε στο ντιβάνι. Ένιωθε το κορμί της ζαρωμένο και παλιό. Πεινούσε και διψούσε πολύ. Σηκώθηκε και άναψε μισό νύχι τη λάμπα κάτω από τον καθρέφτη. Κοιτάχτηκε. Ένα πρόσωπο όλο χλωμάδα και σκιά. Ένα πρόσωπο σαν από την ανάποδη. Της έλειπε και το ένα σκουλαρίκι. Έριξε μια κουβέρτα στους ώμους και βγήκε στην αυλή. Εκεί είδε τη μηλιά πυκνή και μαύρη να θροϊζει λες και ένας αόρατος την ταρακουνούσε για να τη βασανίσει. Εκεί είδε και το τεντωμένο σκοινί. Η μιά του άκρη στον κορμό και η άλλη κάτω στο χώμα. Άργησε να καταλάβει ότι εκείνος ο σωρός από σάρκα και κόκαλα ήταν η κατσίκα. Έτρεξε κι έφερε τη λάμπα. Την έπιασε από το πηγούνι, της φώτισε το κεφάλι και είδε τα δικά της μάτια να καθρεφτίζονται στα ορθάνοιχτα ξερά μάτια της κατσίκας ενώ μαύρα σκουλήκια έβγαιναν από το στόμα της κι ακόμα μαζεύονταν γύρω από πληγές στα πόδια και στα στήθη της. Ο πραματευτής της είχε πει να φυλάει το ζωντανό κι αυτή δεν τον πίστεψε. Πού ακούστηκε βάτραχος να ρουφάει αίμα και γάλα από κατσίκες, φαντασίες είναι αυτά πάτε να τα γράψετε τραγούδια, του' λεγε. Είχε όμως σκοτάδι και δε μπορούσε να ανοίξει λάκκο τώρα. Ήθελε ακόμα για το ξημέρωμα. Έπεσε για να κοιμηθεί αλλά δεν ήρθε ο ύπνος. Με το φως του λύκου βγήκε στην αυλή ζαλισμένη. Προχώρησε προς το πηγάδι και έστρεψε το αφτί στο νερό. Άκουγε μια αναπνοή βραχνή και χορτασμένη. Ξεκρέμασε απαλά τον κουβά, έφερε και το γάλα κι έσταξε μέσα με περιφρόνηση δυο τρεις σταγόνες. Άρχισε και τον κατέβαζε σιγά σιγά ώσπου έπιασε πάτο. Κι έπειτα περίμενε και περίμενε. Χάραζε ο ουρανός κι όπου να'ναι θα ξεκινούσαν τα πρώτα πουλιά. Σχεδόν αποκοιμήθηκε με την πλάτη ακουμπισμένη στο πηγάδι, με το ένα χέρι στο μάγουλό της και το άλλο να κρατάει σφιχτά το σκοινί. Ένιωσε τον πήδο του μέσα και τινάχτηκε κι αυτή μαζί του. Βιαστικά τράβηξε πάνω το σκοινί και τον είδε, χοντρό και γυαλισμένο, μια αγκαλιά ζώο, θρονιασμένο πάνω στο γάλα να γλείφει λαίμαργα. Έβγαλε το μαντήλι της, το πέταξε πάνω του, και πριν προλάβει αυτός να κρώξει τον τύλιξε γερά. Έπιασε το δεμάτι από την άκρη κι άρχισε να το κοπανάει στη μηλιά, μιά, δυό, τρείς φορές, με λύσσα, ώσπου ένιωσε ότι αυτό που είχε μέσα είχε γίνει μαλακό και το μαντήλι είχε μουσκέψει κι έσταζε. Όταν έφεξε πήρε την τσάπα και τους έθαψε στον ίδιο λάκκο, αντικριστά βάτραχο με κατσίκα, σκεπασμένους με το μαντήλι της. Είχε περάσει κι η ώρα. Φόρεσε ένα παλιό μαντήλι, κατακόκκινο που το'χε από τη μάνα της και πήγε στα καπνά.