Ζυγισμένα μαχαίρια, #2


Δε θυμόταν κανένα από εκείνα τα τοπία. Τα δέντρα, ο ορίζοντας, οι στέγες, τα μέτωπα των ανθρώπων, οι φωνές των αλεπούδων, όλα άγνωστα. Ήταν σαν να τα διέσχιζε για πρώτη φορά. Ωστόσο, καθώς προχωρούσε και το έδαφος άλλαζε σύσταση από δρόμο σε δρόμο το περπάτημά της αντιδρούσε. Στο κοκκινόχωμα τα βήματά της ήταν ανάλαφρα και βιαστικά, στην άμμο γίνονταν αργά και γεμάτα σιγουριά, στα πράσινα χαλίκια σέρνονταν σαν βασανισμένα και στη στάχτη στροβιλίζονταν χορευτικά. Έτσι ήταν καταδικασμένη να μην ξαποσταίνει καθόλου. Όλη τη μέρα και τη νύχτα οδοιπορούσε πάνω σε πρωτόγνωρα για τα μάτια και τα αφτιά της μονοπάτια. Ξυπόλητη γιατί η μνήμη είχε κατέβει στις πατούσες της.