Για τί πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το κόκκινο χρώμα, #4


Τα βράδια καθόμασταν γύρω από το πορτατίφ του γραφείου με το κίτρινο φως. Έπαιρνε ο μεγαλύτερος από τους πέντε, πρώτος μπροστά του το τσίγκινο πιάτο κι έφτυνε μέσα του ένα ένα τα μαύρα κουκούτσια της μέρας που τελείωνε. Έπεφταν κάνοντας πρώτα μερικές σβούρες με δυνατή μεταλλική αντήχηση. Το πιάτο περνούσε δεξιόστροφα από χέρι σε χέρι μέχρι να φτάσει σε μένα. Σαν νεαρότερη αφού έφτυνα και τα δικά μου κουκούτσια στο πιάτο, πήγαινα και τα άδειαζα όλα στη γλάστρα με τα πέντε ηλιοτρόπιά μας. Μετά ο μεγαλύτερος μας έκανε νόημα να γυρίσουμε τα κεφάλια μας προς τον τοίχο. Συνήθως εγώ κρυφοκοιτούσα. Τα ηλιοτρόπια έσκυβαν τότε αργά μέχρι το χώμα, άνοιγαν το μικροσκοπικό τους στόμα και έτρωγαν τα κουκούτσια αμάσητα. Σε λίγα λεπτά σηκώνονταν και πάλι παριστάνοντας ότι κοιμούνται αλλά τα κουκούτσια πάντα έλειπαν. Όλα τα πρωινά τα ηλιοτρόπια μας ξυπνούσαν όρθια και τεντωμένα με όλη τους τη δύναμη προς το φως  που ανέτειλε στο μακρινό ορίζοντα. Έτσι περνούσαμε τις μέρες και τις νύχτες μας εγώ και τα τέσσερα αδέρφια μου. Ώσπου έφτασε εκείνη η δυστυχισμένη νύχτα, έπειτα από εκείνη την ευτυχισμένη μέρα, που κανείς μας δε βρήκε να φτύσει ούτε ένα κουκούτσι από τη μέρα του για να ταϊσει τους πέντε ήλιους στη γλάστρα. Αυτοί για εκδίκηση την ίδια νύχτα μάδησαν τα πέταλα τους. Το άλλο πρωί μας που μας ξύπνησαν είχαν τεντώσει τα φαλακρά τους κεφάλια προς τη σκοτεινή άβυσσο στο μαύρο χώμα.