Vers un détonateur parfait, #1


Έμενα σ'ένα δωμάτιο στον τρίτο. Επί δύο χρόνια τον έβλεπα να διασχίζει τη διάβαση κάτω από το παράθυρο μου ακριβώς στις οκτώ και τριάντα κάθε πρωί. Ένας μικροσκοπικός μεσήλικας που περνούσε προκλητικά απαρατήρητος. Υπερβολικά χαμηλό ανάστημα, λίγα εναπομείναντα μαλλιά, μεγάλα γυαλιά μυωπίας τετράγωνου σχήματος. Τσαλακωμένα ρούχα, βρώμικα παπούτσια, πλαστικός χαρτοφύλακας, γρήγορο βάδισμα. Φρόνιμος και συνεσταλμένος, σχεδόν φωσφόριζε από αδιαφορία για τα πάντα.  Η ενατένισή του, η συνέπειά με την οποία εμφανιζόταν, το προβλέψιμο παρουσιαστικό αποτελούσαν την καθημερινή μου δόση ασφάλειας. Είναι αλήθεια ότι η αριστερή του παλάμη βρισκόταν πάντα στην τσέπη του γιλέκου του, από όπου εξείχε ένας λεπτός αδιαφανής σωλήνας που κατέληγε στην τσέπη του παλτού. Είχα παρατηρήσει το μηχανισμό όταν αγόραζε εφημερίδα κάθε Κυριακή. Τον δυσκόλευε στις κινήσεις του. Ένα πρωί Δευτέρας σταμάτησε αναπάντεχα πριν τη διάβαση. Έκανε επί τόπου μια ακαριαία στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Κοίταξε προς τα πάνω. Ακίνητος κάτω από το ανοιχτό παράθυρό μου, εκστατικά σιωπηλός. Μεσολάβησαν είκοσι δευτερόλεπτα και μετά ανατινάχτηκε.