ατασθαλία (για τη Θάλεια), #4


Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα γυμνό. Έφυγε προς το δάσος χωρίς να κοιτάζει πίσω του. Μετά την πρώτη στροφή άφησε το μονοπάτι και προχώρησε ανάμεσα στα κλαδιά. Έτρεχε παραμερίζοντας τα φυλλώματα σαν κάτι να προσπαθούσε να προλάβει. Μάλλον το φως, ήταν χειμώνας. Όταν έφτασε στο ρυάκι έβγαλε βιαστικά όλα τα ρούχα του. Απόμεινε γυμνός στο φρύδι της όχθης και κοίταζε το τρεχούμενο νερό. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα γυμνό. Το δέρμα του είχε μια παράξενη χρωματική ασυνέχεια. Μια λωρίδα βαθιού μαύρου χρώματος διέσχιζε το σώμα του από το λαιμό μέχρι τα πέλματα. Η μαύρη ζώνη είχε πλάτος λίγο μεγαλύτερο από τη σπονδυλική στήλη, ξεκινούσε από αυτήν και μετά διαιρούνταν σε δύο μικρότερες εκεί που χώριζαν τα πόδια του. Άρχισε να πλένεται στο νερό. Δεν ήταν βαφή. Το μαύρο δέρμα έμενε ανέπαφο και στιλπνό. Βγήκε έξω. Το κατάλευκο υπόλοιπο σώμα του έμοιαζε να έχει συρρικνωθεί μπροστά στη λάμψη του μαύρου που το έκοβε στα δύο. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα γυμνό. Ξάπλωσε ανάσκελα παράλληλα με τη ροή του ποταμού με ανοιχτά τα μάτια. Κουνούσε αργά το κεφάλι δεξιά αριστερά και έπαιρνε βαθιές αναπνοές. Κοίταξα προς τα πάνω κι εγώ. Τότε μόνο παρατήρησα τα δέντρα. Κορμοί σχισμένοι στα δύο από μια μαύρη φλέβα που τους διαπερνούσε από την κορυφή μέχρι τη ρίζα. Όλα χτυπημένα από κεραυνό. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον είδα γυμνό. 

ατασθαλία (για τη Θάλεια), #3


Ξύπνησα με την αίσθηση ότι πνίγομαι και πήρα μια ηχηρή ανάσα. Άνοιξα τα μάτια. Δεν υπήρχε τίποτα το ανησυχητικό, στο δωμάτιο υπήρχε βαθύ γκρίζο σκοτάδι όπως πάντα. Προσπάθησα να αλλάξω πλευρό. Ένιωσα στη μέση μου τσιμπήματα, πολλά μαλακά τσιμπήματα που ίσα που διαπέρασαν το ύφασμα της μπλούζας μου. Στα πόδια μου το ίδιο, στα μπράτσα και στο λαιμό μου, το ίδιο. Ανασηκώθηκα και προσπάθησα να ψηλαφίσω, αφού δεν έβλεπα τίποτα. Άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα ένα μικρό λόφο από αγκάθια, πιο δίπλα του άλλον, πιο πέρα κι άλλον, ώσπου κατάλαβα ότι όλο μου το στρώμα ήταν γεμάτο από μπάλες αγκαθιών. Τόλμησα να κατέβω από το κρεβάτι. Το πέλμα μου βυθίστηκε σε μια από αυτές τις αγκαθωτές μάζες και πόνεσα. Ταυτόχρονα δεν το απομάκρυνα και συνειδητοποίησα ότι τα αγκάθια ήταν ζεστά και κινούνταν. Για την ακρίβεια, ανάπνεαν. Πετάχτηκα πάνω. Πατώντας πάνω σε αγκάθια που έβγαζαν μικρές κραυγές καθώς τα συνέθλιβα με τα βήματα μου προς την πόρτα, βγήκα έξω. Γύρισα δύο φορές το κλειδί και μετά το πέταξα. Μόλις ξημέρωσε σφράγισα γύρω γύρω την πόρτα με μονωτική ταινία. Όσο οι μέρες περνάνε από την κρεβατοκάμαρα αρχίζει να αναδύεται οσμή ψοφιμιού. Σκέφτομαι να ζητήσω βοήθεια, να εγκαταλείψω το σπίτι, να βάλω φωτιά στο δωμάτιο, να ρίξω από τη χαραμάδα δηλητήριο για σκαντζόχοιρους, να μιλήσω σε κάποιον γι'αυτό, να πάω για λίγες μέρες σε ξενοδοχείο. Ωστόσο κάθε βράδυ τα αναβάλλω όλα. Έτσι βρίσκει άλλοθι η αϋπνία μου μια ακόμα νύχτα.

ατασθαλία (για τη Θάλεια), #2


Στα όνειρά μου- σε αυτά που θυμάμαι μετά τον ύπνο αλλά και σε εκείνα που νομίζω ότι έχω ξεχάσει- βλέπω τα πάντα από μια αξιοσημείωτα χαμηλή οπτική γωνία. Οι γύρω μου υπόλοιποι άνθρωποι έτσι παίρνουν διαστάσεις γιγάντιων μορφών, με κεφάλια μικροσκοπικά που μόλις διακρίνονται στο βάθος του οπτικού μου ορίζοντα, πόδια μακριά και χέρια τεράστια. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ενήλικα δέντρα, και με τα ψηλά σπίτια, και με τα φουγάρα των υπερωκεάνιων, και με τις έλικες των ανεμογεννητριών, μοιάζουν στα μάτια του ονειρευόμενου εαυτού μου σαν να τείνουν ψηλώνοντας προς κάποιο διαγαλαξιακό σημείο φυγής στα βάθη του ουρανού. Από την άλλη πλευρά, κατά τη διάρκεια του ύπνου, έχω εξαιρετική σχέση με όλα τα πλάσματα που βλασταίνουν κοντά στο χώμα, με τα πλάσματα που έρπουν, με τα μικροσκοπικά ζώα, με τα έντομα όταν δεν πετούν ή όταν έχουν πεθάνει αλλά και με οτιδήποτε άλλο ξεχνιέται πεθαμένο στο έδαφος. Σε κάθε όνειρο, αυτές μονάχα είναι οι μορφές που μπορώ να κοιτάζω κατά πρόσωπο. 

ατασθαλία (για τη Θάλεια), #1


Η κυρία Θ. φημιζόταν για τη δεξιοτεχνία της στην κοπτοραπτική, για τα άκαμπτα χαρακτηριστικά του προσώπου της και για το μονήρη βίο της. Γερνούσε τακτοποιώντας ξανά και ξανά παλιά φορέματα και παλτά μέσα στις ντουλάπες ενός σπιτιού με διπλή εσωτερική σκάλα και πολυέλαιο χωρίς αυτή η κατάσταση να αποτελεί κάτι διαφορετικό από τα νιάτα της ή την περίοδο της ωριμότητάς της. Στον περίεργο και ομιλητικό ταχυδρόμο που της έφερνε κάθε τέταρτη εβδομάδα ένα δέμα απαντούσε πάντα χωρίς ούτε μια δόση αυτοσαρκασμού με σοβαρότητα και αφοσίωση ότι αυτό τον καιρό ράβει το νυφικό της. Ήταν αναμενόμενο να θελήσει να πεθάνει καταπίνοντας βελόνες δεδομένης της λατρείας της για τα μικροσκοπικά αυτά εργαλεία. Η μορφή του νυφικού της όμως, όχι. Το βρήκαν σιδερωμένο να κρέμεται μπροστά στον καθρέφτη. Ένα σακί βρεφικών διαστάσεων κλειστό από παντού, χωρίς προεξοχές για χέρια και πόδια, με μία και μοναδική προεξοχή στη θέση του κεφαλιού σαν κουκούλα αλλά χωρίς άνοιγμα για το πρόσωπο.

x-static process


Μπροστά στο σπίτι όπου γεννήθηκα υψωνόταν το Βουνό, ολισθηρό και απόκρημνο. Από παιδί προσπαθούσα να το διασχίσω σκαρφαλώνοντας μάταια στο σαθρό του έδαφος. Όταν έγινα δεκαπέντε χρονών γιόρτασα τα γενέθλιά μου ανεβασμένος στα κεραμίδια μέχρι να νυχτώσει. Τότε πήρα την απόφαση να περάσω μέσα από το βουνό στην άλλη πλευρά. Γέμισα την αριστερή τσέπη του παλτού μου με καρύδια για να τρώω στο δρόμο και ακόμα πήρα μαζί μου μια πλάκα σαπούνι για να πλυθώ μετά το ταξίδι. Στη δεξιά τσέπη έβαλα τη χελώνα μου που με ακολούθησε τρεις φορές όταν θέλησα στην αρχή να την αφήσω πίσω. Ξεκίνησα να ανοίγω μια τρύπα στο σώμα του βουνού με τα χέρια μου αφού δεν ήταν δύσκολο καθόλου. Ο φλοιός του υποχωρούσε σαν πούδρα ανάμεσα στα δάχτυλά μου και δημιουργούσε μικρές σπηλιές από όπου εύκολα περνούσα παραμέσα. Όσο προχωρούσα και τα νύχια μου γέμιζαν λευκή σκόνη απ'τα πετρώματα, οι σπηλιές μεγάλωναν και σχημάτιζαν σήραγγες και οι σήραγγες όλο και πλάταιναν ώσπου έγιναν υπόγειες λεωφόροι και τελικά ολόκληρα ξέφωτα λουσμένα σε ένα απαλό λευκό φως. Σε ένα από αυτά σταμάτησα για να ξεκουραστώ. Έβγαλα από την τσέπη μου ένα κατάλευκο καρύδι έσπασα το τσόφλι, αναρωτήθηκα γιατί ο καρπός μέσα ήταν και αυτός λευκός, και το έφαγα. Η χελώνα μου ξεπρόβαλλε το άσπρο της κεφάλι απορημένη από ένα κάτασπρο καβούκι. Παρατήρησα τις σκονισμένες παλάμες και τα σκονισμένα ρούχα μου που έμοιαζαν τώρα φτιαγμένα από το ίδιο υλικό και δεν ξεχώριζε ύφασμα από δέρμα. Καθώς προσπαθούσα να θυμηθώ τί χρώμα είχε το σαπούνι που είχα μαζί μου πριν γίνει και αυτό λευκό, άκουσα πίσω μου ήχο από οπλές. Γυρνώντας αντίκρισα ένα πανύψηλο λευκό άλογο να με κοιτάζει ανοιγοκλείνοντας τα κάτασπρα μάτια του κι έναν αγέρωχο λευκό στρατιώτη με ναπολεόντειο καπέλο και στολή να ξεπεζεύει για να μαζέψει από κάτω το ξίφος του. Μετά αντήχησαν τακούνια και πέρασε μπροστά στα μάτια μου μια συντροφιά από λευκές γυναίκες με ψηλές λευκές περούκες και μεγάλα άσπρα φορέματα. Έπειτα λευκοί άντρες με λευκά κοστούμια διασταύρωσαν την πορεία τους με άλλους λευκούς άντρες με άσπρους χιτώνες και με μια παρέα από χαμογελαστούς κατάλευκους πυροσβέστες. Τα ξέφωτα γύρω μου είχαν γεμίσει λευκές παράξενες φιγούρες ασύνδετες μεταξύ τους που κάθε λίγο ξεπετάγονταν από το λευκό φόντο και μετά χάνονταν μέσα του ξανά. Τους έβλεπα να περιφέρονται γύρω μου και καμιά φορά να σταματούν απότομα. Πότε πότε αισθάνομαι μια κούραση και ένα παράξενο μούδιασμα στο σώμα. Τότε κοιμάμαι αλλά χωρίς να χρειαστεί να κλείσω τα βλέφαρα ή να ξαπλώσω. Όταν ξυπνάω είναι πάλι όλοι γύρω μου και περιδιαβαίνουν ασταμάτητα ολόλευκοι μέσα στο ίδιο καθησυχαστικό λευκό φως. Οι διαδρομές τους μοιάζουν να μην έχουν προορισμό, συχνά είναι κυκλικές ή πολύ σύντομες και είναι γεμάτες από αναπάντεχες παύσεις που διαρκούν ώρες ή μέρες. Το μόνο που έχει σημασία είναι να πραγματοποιείται η κίνηση. Το ίδιο κάνω κι εγώ μαζί με τη χελώνα μου. Περπατάμε απεγνωσμένα από λευκό σε λευκό τούνελ. Μέχρι που έρχεται πάλι και μας κυριεύει εκείνη η ανεξήγητη ακινησία και παγώνουμε στυλώνοντας το βλέμμα στο λευκό κενό μπροστά μας και μετά ξανα ξυπνάμε και μετά ξανά περπατάμε λευκοί ανάμεσα στους λευκούς συντρόφους μας χωρίς σκοπό. 

Piñatas crave to break, #4

Από την πρώτη φορά που αγγίχτηκαν τα δάχτυλά τους μίκρυναν. Ήταν φανερό ότι γίνονταν όλο και πιο κοντά ώσπου κατέληξαν να συμπιεστούν τελείως σε τέσσερις στρογγυλές παλάμες. Συνέχιζαν παρόλα αυτά να αγγίζονται μέχρι που οι παλάμες τους συρρικνώθηκαν και αυτές ωσότου εξαφανίστηκαν και τότε ξεκίνησε να μειώνεται το μήκος των χεριών. Κάποια στιγμή και ενώ εξακολουθούσαν να αγγίζονται με πάθος τα χέρια τους περιορίστηκαν τόσο που έπαψαν να υφίστανται οπότε ξεκίνησαν να αγγίζονται με τα πόδια. Καθώς αγγίζονταν πεισματικά, τα δάχτυλα των ποδιών τους είχαν την ίδια μοίρα με αυτά των χεριών και στη συνέχεια τα πόδια τους άρχισαν να κονταίνουν ολοένα και περισσότερο μέχρι που ισοπεδώθηκαν εντελώς. Αδιαφορώντας για αυτή την εξέλιξη, δεν σταμάτησαν το άγγιγμα, έχοντας απομείνει δίχως άκρα. Δεν άργησαν να αγγιχτούν με τα κεφάλια τους, κάτι που οδήγησε αρχικά στην εκμηδένιση των λαιμών τους και μετά στην αμοιβαία σύμπτηξη των κρανίων τους, μέχρι που και αυτά εξαλείφθηκαν. Αγγίζονταν τώρα μόνο με τους κορμούς τους, λειαίνοντας επίμονα ο ένας το σχήμα του άλλου. Κάποτε μετατράπηκαν σε δύο τέλειες, ισομεγέθεις σφαίρες από σάρκα. Κυλούσαν η μία πάνω στην άλλη διατηρώντας μεταξύ τους επίμονα το μοναδικό σημείο επαφής.

Piñatas crave to break, #3


Δεν ξυπνούσε με τίποτα. Έβαλα το δάχτυλο στον καρπό του. Αντί να νιώσω το σφυγμό αισθάνθηκα μικροσκοπικά στερεά να κυκλοφορούν στην περιοχή της φλέβας του. Θεώρησα ότι ήταν ζωντανός και τον άφησα εκεί μόνο. Μετά από μέρες τον βρήκα στο ίδιο σημείο ξαπλωμένο με σχισμένες φλέβες. Γύρω από το νεκρό του σώμα ήταν σχεδιασμένος ένας κύκλος με κιμωλία και μέσα στον κύκλο κείτονταν χιλιάδες νεκρά μυρμήγκια. Το ασβέστιο αντιδρά με το οξύ που εκκρίνουν και τα σκοτώνει ακαριαία.

Piñatas crave to break, #2


Στο κέντρο της πλατείας του χωριού μας δε γερνάει ένα μεγάλο δέντρο ούτε κελαρύζει μια βρύση. Στο κέντρο της πλατείας του χωριού μας στέκει ένα γυάλινο πηγάδι. Τα τοιχώματά του είναι διάφανα και δεν αντανακλούν το φως. Οι πολύ ερωτευμένοι, οι μεθυσμένοι, οι εμπνευσμένοι ποιητές, οι παρατηρητές των νεφών, οι μετρητές των άστρων και όλοι οι επιλήσμονες των βημάτων τους σκοντάφτουν, πέφτουν και κείτονται μέσα στο πηγάδι αυτό. 

Piñatas crave to break, #1


Ο δάσκαλός μου όταν ήταν παιδί ξεκίνησε να ζωγραφίζει πορτραίτα από άλλα πορτραίτα. Το κάδρο του απεικόνιζε ένα άλλο κάδρο. Μέσα στο δεύτερο κάδρο υπήρχε ένα πρόσωπο που κάποτε κάποιος είχε πρώτος αποτυπώσει. Στα είκοσί του χρόνια άρχισε να φτιάχνει πορτραίτα από τα δικά του πορτραίτα. Ένα τρίτο κάδρο πλαισίωνε τα άλλα δύο και το πρόσωπο εμφανιζόταν στο βάθος. Όταν έγινε τριάντα ήταν ακόμα ανικανοποίητος από την τέχνη του και αποφάσισε να φτιάξει μια καινούργια σειρά από πορτραίτα των πορτραίτων που είχε συνθέσει όλη την προηγούμενη δεκαετία. Τα κάδρα έγιναν τέσσερα και το πρόσωπο συρρικνώθηκε στο κέντρο του πίνακα. Μεγαλώνοντας, η συχνότητα με την οποία αναθεωρούσε και επεξεργαζόταν ξανά το έργο όλης της προηγούμενης ζωής του αυξήθηκε. Τα κάδρα πλήθαιναν αλλά ο καμβάς δε γινόταν μεγαλύτερος. Κάθε φορά που ολοκλήρωνε μια νέα σειρά πορτραίτων κατέστρεφε όλες τις προηγούμενες. Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία και μέχρι τα βαθιά γεράματα ζωγράφιζε με μανία. Στα μοναδικά έργα του δασκάλου μου που σώζονται δε διακρίνεται κανένα πρόσωπο.

Το λένε τα πουλιά, #4


Περπατώ τέσσερις μέρες σε αυτό το δάσος. Εδώ και λίγες ώρες αρχίζω να συμβιβάζομαι με την ιδέα ότι μάλλον έχω χαθεί. Από παντού ακούγεται να κελαρύζει νερό αλλά δεν το έχω δει ούτε μια φορά και ας έχω ήδη σκάψει λάκκους και ας σηκώνω και την k;aue πέτρα στο δρόμο μου για να ψάξω ρυάκι από κάτω της. Από τότε που άδειασε το παγούρι μου κόβω από τους θάμνους και τρώω κάτι πράσινους καρπούς που μοιάζουν με μικροσκοπικές ντομάτες. Είναι ξινοί και μου προκαλούν περισσότερη δίψα. Βάζω παντού σημάδια στο πέρασμα μου. Δεν έχω συναντήσει τόσες μέρες ούτε ένα από αυτά. Χρειάζομαι νερό. Την πρώτη νύχτα παρατήρησα να φέγγει ανάμεσα σε μακρινά φυλλώματα ένα κίτρινο φως. Κινήθηκα προς τα εκεί. Διψούσα αλλά φοβόμουν. Πλησίασα χωρίς θόρυβο και παραφυλούσα πίσω από τον τρύπιο κορμό μιας βελανιδιάς. Τρεις μεγάλοι κέδροι σχημάτιζαν ένα τριγωνικό ξέφωτο. Εκεί δύο μορφές κάθονταν σε ένα τραπέζι και μια μισόσβηστη λάμπα πετρελαίου έγραφε στο χώμα τα περιγράμματα των σκιών τους. Το τραπέζι είχε ξύλινη τάβλα και πόδια από κόκαλα ζώων. Η μια μορφή ήταν ένας άντρας που τον ονόμασα μέσα μου βοσκό. Ο βοσκός καθισμένος πάνω σε μια πέτρα φορούσε τρίχινη κάπα και τσαλακωμένο καπέλο με κεντήματα και πούλιες που χρύσιζαν. Η δεύτερη μορφή ήταν ένας σκύλος μεγαλόσωμος και λεπτός. Ο σκύλος καθόταν απέναντι από το βοσκό πάνω σε ένα κούτσουρο με τα πίσω πόδια αναδιπλωμένα και τεντωμένα τα μπροστινά. Μιλούσαν μια περίεργη λαλιά με πολλές ανάσες και  άηχα σύμφωνα. Ο σκύλος μιλούσε περισσότερο από το βοσκό σα να μονολογούσε και δεχόταν πού και πού ερωτήσεις. Σκέφτηκα ότι αυτή είναι η γλώσσα των σκυλιών. Όταν ο βοσκός γύρισε απότομα κοίταξε προς μέρος που κρυβόμουν κατάλαβα ότι το καπέλο του είχε πάνω και κουδούνια. Ο σκύλος σώπασε για λίγο και κοίταξε και αυτός. Αποφάσισα να αποκαλυφθώ.  Πήγα κοντά τους και έκανα χειρονομίες και επιφωνήματα που εκλιπαρούσαν για νερό. Ο βοσκός έστρεψε το  πρόσωπο στο σκοτάδι που έβγαινε από τα δέντρα πίσω του. Ο σκύλος με παρακολουθούσε προσεκτικά. Ο σκύλος απευθύνθηκε στο βοσκό λέγοντας μια σύντομη φράση με πολλά χ που τον παρακίνησε να αρχίσει να σκαλίζει με τα χέρια το χώμα κάτω από το τραπέζι. Ξέθαψε ένα πήλινο πιθάρι και τρία κύπελλα. Είχα οπισθοχωρήσει αλλά ο σκύλος μού έγνεψε να επιστρέψω. Τα κύπελλα ήταν στο τραπέζι, ένα μπροστά από τον καθένα μας. Η λάμπα είχε σταματήσει να φωτίζει. Ο βοσκός είχε ήδη σερβίρει. Άρπαξα με λαχτάρα το ποτήρι μου να πιω. Με την αφή των χειλιών κατάλαβα ότι δεν ήταν νερό. Το πέταξα απότομα. Το κύπελλο άδειασε στον αέρα και μετά κατρακύλησε μακριά. Στο χώμα και πάνω στο τραπέζι σκόρπισαν  λευκοί διάστικτοι κύβοι, αυτοί που αποκαλούμε ζάρια. 

Το λένε τα πουλιά, #3


Βρέθηκα να περιπλανιέμαι κάποτε στις πλαγιές γύρω από τους πρόποδες του βουνού με τις ψηλές φτέρες και τους παράδοξους μονόλιθους. Το χώμα κάτω ήταν μαλακό και υγρό, οι σόλες μου ήταν ψάθινες. Ο αέρας μύριζε σάπια χόρτα. Εκεί που αραίωναν οι θάμνοι τα σαλιγκάρια περπατούσαν σε ελικοειδείς σχηματισμούς ή σε απόλυτες ευθείες. Σκόνταψα σε ένα κρανίο αλόγου και μάζεψα από κάτω μερικά θρύμματα από κόκαλα σκίουρου. Κάθισα να ξεκουραστώ σε ένα ξέφωτο που έμοιαζε με κρατήρα. Είχε διάτρητο έδαφος από ψιλή άμμο. Την ώρα που έβγαιναν τα πρώτα άστρα ένιωσα κάτι να σέρνεται πάνω στο γόνατό μου. Ήταν ένα μεγάλο μαύρο σαλιγκάρι με λέπια αντί για κέλυφος και κόκκινες παλλόμενες κεραίες. Οι μικρές φολίδες στο δέρμα του, λείες και στιλπνές, αντανακλούσαν και τα τελευταία υπολείμματα από φως. Καθώς νύχτωνε το σαλιγκάρι εξακολούθησε να διατρέχει γαλήνια και υπομονετικά το πόδι μου. Καθώς ανέβαινε άφηνε πίσω του το ίχνος από ένα γαλακτώδες υγρό που έπηζε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Ξάπλωσα πίσω και άρχισα να διαβάζω τους αστερισμούς. Είδα πρώτα το Νότιο Τρίγωνο, τις Άρκτους, τον Κύκνο και το Σπαθί του Ωρίωνα. Το σαλιγκάρι πλησίαζε αργά τον ομφαλό μου. Βρήκα την Κόμη της Βερενίκης, το Τετράγωνο του Πήγασου και την Κυψέλη. Ανατρίχιασα τη στιγμή που αισθάνθηκα το μαύρο σαλιγκάρι να φτάνει στη βάση του λαιμού. Έψαξα το Διπλό Σμήνος του Περσέα μιας και πλησίαζε φθινόπωρο που φέγγει αχνά κάτω από την Κασσιόπη. Από την καμπύλη του αριστερού μου ζυγωματικού το σαλιγκάρι αναρριχήθηκε μεθοδικά στο μάγουλο. Παρατήρησα πώς τρεμόσβηναν οι Πλειάδες λίγο πριν το ξημέρωμα και πόσο μακρινή έμοιαζε η Λύρα. Οι κεραίες του μαύρου σαλιγκαριού ακούμπησαν την άκρη των χειλιών μου. Αναγνώρισα τελευταίο τον Τοξότη και πίσω του διαλυμένο το Νεφέλωμα της Λίμνης. Μετά έκλεισα τα μάτια μου και άνοιξα το στόμα.

Το λένε τα πουλιά, #2


Ο θεραπευτής μου έδωσε μόνο ένα χάρτη που οδηγούσε στο ποτάμι. Συμβούλεψε να ξεκινήσω μόλις δύσει το φεγγάρι. Ο δρόμος ήταν ολοσκότεινος και τα βουνά τριγύρω έκρυβαν το μισό ουρανό. Τον άλλο μισό τον έκρυβαν οι καστανιές και τα πλατάνια. Μόλις έφτασα έβγαλα όλα τα ρούχα μου και μπήκα στο μαύρο νερό μέχρι τα γόνατα. Άρχισα να περπατάω αργά κόντρα στο ρεύμα. Παγωμένος αέρας έμπαινε στα ρουθούνια μου και ανατρίχιαζε τις φύτρες των μαλλιών μου. Το νερό δεν έκανε καλό στις πληγές μου που έκαιγαν φριχτά. Κάτι άρχισε να αναταράσσει την τάξη του σκοταδιού. Ένα φωτεινό σύννεφο στο ύψος των ματιών μου πλησίαζε από μακριά. Αναβόσβηνε κόκκινο και λευκό. Στάθηκα ακίνητη και περίμενα, σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν το ξόρκι που μου έστελνε ο θεραπευτής. Περίμενα. Καθώς το σύννεφο πλησίαζε κατάλαβα ότι δεν ήταν μάζα αλλά πολλά μικρά φωτεινά σημεία στον αέρα. Το καθένα τους άναβε και έσβηνε απαλά σαν να μετέδιδε αργά το φως για να ανάψει το διπλανό του. Με πλησίαζαν ώσπου με περικύκλωσαν. Βγήκα στην όχθη παραπατώντας, ξάπλωσα και έκλεισα τα μάτια. Όταν τα άνοιξα είδα τις πληγές μου να φωσφορίζουν. Ένα σμήνος από πυγολαμπίδες καθόταν πάνω σε κάθε σκίσιμο του δέρματός μου. Κοιμήθηκα ξανά. 

Το λένε τα πουλιά, #1


Στον ύπνο της παραμιλούσε με βογγητά και κούφιες ανάσες. Σηκώθηκε μέσ' την ταραχή λουσμένη απ' τον ιδρώτα. Έδεσε το μαντήλι στο κεφάλι της και ανακάθισε στο ντιβάνι. Ένιωθε το κορμί της ζαρωμένο και παλιό. Πεινούσε και διψούσε πολύ. Σηκώθηκε και άναψε μισό νύχι τη λάμπα κάτω από τον καθρέφτη. Κοιτάχτηκε. Ένα πρόσωπο όλο χλωμάδα και σκιά. Ένα πρόσωπο σαν από την ανάποδη. Της έλειπε και το ένα σκουλαρίκι. Έριξε μια κουβέρτα στους ώμους και βγήκε στην αυλή. Εκεί είδε τη μηλιά πυκνή και μαύρη να θροϊζει λες και ένας αόρατος την ταρακουνούσε για να τη βασανίσει. Εκεί είδε και το τεντωμένο σκοινί. Η μιά του άκρη στον κορμό και η άλλη κάτω στο χώμα. Άργησε να καταλάβει ότι εκείνος ο σωρός από σάρκα και κόκαλα ήταν η κατσίκα. Έτρεξε κι έφερε τη λάμπα. Την έπιασε από το πηγούνι, της φώτισε το κεφάλι και είδε τα δικά της μάτια να καθρεφτίζονται στα ορθάνοιχτα ξερά μάτια της κατσίκας ενώ μαύρα σκουλήκια έβγαιναν από το στόμα της κι ακόμα μαζεύονταν γύρω από πληγές στα πόδια και στα στήθη της. Ο πραματευτής της είχε πει να φυλάει το ζωντανό κι αυτή δεν τον πίστεψε. Πού ακούστηκε βάτραχος να ρουφάει αίμα και γάλα από κατσίκες, φαντασίες είναι αυτά πάτε να τα γράψετε τραγούδια, του' λεγε. Είχε όμως σκοτάδι και δε μπορούσε να ανοίξει λάκκο τώρα. Ήθελε ακόμα για το ξημέρωμα. Έπεσε για να κοιμηθεί αλλά δεν ήρθε ο ύπνος. Με το φως του λύκου βγήκε στην αυλή ζαλισμένη. Προχώρησε προς το πηγάδι και έστρεψε το αφτί στο νερό. Άκουγε μια αναπνοή βραχνή και χορτασμένη. Ξεκρέμασε απαλά τον κουβά, έφερε και το γάλα κι έσταξε μέσα με περιφρόνηση δυο τρεις σταγόνες. Άρχισε και τον κατέβαζε σιγά σιγά ώσπου έπιασε πάτο. Κι έπειτα περίμενε και περίμενε. Χάραζε ο ουρανός κι όπου να'ναι θα ξεκινούσαν τα πρώτα πουλιά. Σχεδόν αποκοιμήθηκε με την πλάτη ακουμπισμένη στο πηγάδι, με το ένα χέρι στο μάγουλό της και το άλλο να κρατάει σφιχτά το σκοινί. Ένιωσε τον πήδο του μέσα και τινάχτηκε κι αυτή μαζί του. Βιαστικά τράβηξε πάνω το σκοινί και τον είδε, χοντρό και γυαλισμένο, μια αγκαλιά ζώο, θρονιασμένο πάνω στο γάλα να γλείφει λαίμαργα. Έβγαλε το μαντήλι της, το πέταξε πάνω του, και πριν προλάβει αυτός να κρώξει τον τύλιξε γερά. Έπιασε το δεμάτι από την άκρη κι άρχισε να το κοπανάει στη μηλιά, μιά, δυό, τρείς φορές, με λύσσα, ώσπου ένιωσε ότι αυτό που είχε μέσα είχε γίνει μαλακό και το μαντήλι είχε μουσκέψει κι έσταζε. Όταν έφεξε πήρε την τσάπα και τους έθαψε στον ίδιο λάκκο, αντικριστά βάτραχο με κατσίκα, σκεπασμένους με το μαντήλι της. Είχε περάσει κι η ώρα. Φόρεσε ένα παλιό μαντήλι, κατακόκκινο που το'χε από τη μάνα της και πήγε στα καπνά.

Κασσιτερωτήριο, #4


Νύχτα βαθιά στο βουνό και πλησίαζα τα μελίσσια. Με το αριστερό μου πόδι τους έδινα μια σπρωξιά για να πέσουν στο χώμα και να ανοίξουν σαν καρδιές. Βουτούσα τα χέρια μέχρι τους αγκώνες στο παχύρρευστο μέλι και μετά και τις πατούσες και μετά πασάλειβα όλο μου το πρόσωπο και τα μαλλιά, ιδίως τα μαλλιά. Οι μέλισσες ορμούσαν με μανία κατά πάνω μου. Δε με ένοιαζε. Απλά έκλεινα τα μάτια.

Κασσιτερωτήριο, #3


Το βάσανο είναι αργό και κολλώδες. Πρώτα αφυδατώνεσαι. Μετά πεινάς πολύ. Kουνάς τις κεραίες σου για βοήθεια. Ύστερα αναγκάζεσαι να αποχωριστείς το κέλυφός σου για πρώτη φορά. Βγαίνεις και σέρνεσαι πάνω στα υγρά που έχασε το σώμα σου και έχουν πια ξεραθεί. Λίγο πριν το τέλος συνειδητοποιείς ότι με ανάλογο τρόπο βρίσκει ο θάνατος τα σαλιγκάρια στο εκτροφείο.

Κασσιτερωτήριο, #2

Μέσα στην κοιλιά μου υπάρχει ένας πάσσαλος. Στον πάσσαλο υπάρχουν δεμένα με κλωστές μικρά πουλιά. Στα φτερά των πουλιών υπάρχουν ζωγραφισμένα τα βουνά. Στα βουνά υπάρχουν τα ξεχασμένα χιόνια. Στα χιόνια υπάρχουν θαμμένα το πόμολο της πόρτας, το κλειδί και η κλειδαριά αυτού του δωματίου. Το δέρμα της κοιλιάς μου ζαρώνει και τεντώνεται.

Κασσιτερωτήριο, #1


Ξύπνησα, φόρεσα τα γάντια μου και βγήκα έξω. Στο πρώτο χώμα που συνάντησα άρχισα να σκάβω με τα χέρια. Βρήκα καινούργιες φωλιές πουλιών θαμμένες στο έδαφος.

Μολύβια και συναισθήματα, #4


Δεμένος στο σκοινί στροβιλίζεται πάνω από τα κεφάλι μου μέρα νύχτα. Είναι ημιδιάφανος αλλά ρίχνει σκιά. Έχει γυμνασμένα χέρια. Οι φλέβες του εξέχουν και φωσφορίζουν μωβ. Πότε τυλίγεται και απομακρύνεται προς τα πάνω και πότε ξετυλίγεται μέχρι ίσα που να ακουμπάει τις ρίζες των μαλλιών μου. Προτιμώ να μην τον κοιτάζω στο πρόσωπο γιατί χαμογελάει πάντα μασώντας κάτι. Χθες έπεσε από το στόμα του ένα κομμάτι κάρβουνο, το έπιασα στον αέρα και ήταν στεγνό. 

Μολύβια και συναισθήματα, #3


Πέφτω από τη σκάλα και σωριάζομαι στο κρεβάτι και κλείνω τα μάτια και πέφτω από τη σκάλα.

Μολύβια και συναισθήματα, #2


Τις τελευταίες νύχτες δεν κοιμάμαι. Παίρνω την καρέκλα, τη στερεώνω πάνω στο κρεβάτι, κάθομαι σε αυτήν και κοιτάζω το λίγο φως που μπαίνει από το φεγγίτη. Απαγορεύεται το κάπνισμα εδώ. Συμβαίνει όμως κάτι όταν σκοτεινιάζει εντελώς. Από το στόμα μου βγαίνει ένας λεπτός κόκκινος καπνός που σχηματίζει δαχτυλίδια καθώς ανεβαίνει προς το ταβάνι. Μάλλον είναι ο χρόνος. 

Μολύβια και συναισθήματα, #1


Τους τοποθετώ όρθιους και γυμνούς αντικριστά τον έναν στον άλλον. Απέχουν μεταξύ τους ακριβώς μισό εκατοστό. Τους τυλίγω με καλώδια που καταλήγουν σε αισθητήρες και τους φοράω κράνη από μεμβράνες και λεπτά φύλλα μετάλλου. Ξεκινάω να τους εκθέτω στα ερεθίσματα. Πρώτα σε απότομες μεταβολές θερμοκρασίας. Μετά σε εικόνες και σε ολογράμματα. Μετά σε οσμές. Μετά σε μουσική. Μετράω τη θερμοδυναμική ενέργεια που παράγουν στην προσπάθειά τους να μην αγγιχτούν. 

Ζυγισμένα μαχαίρια, #4


Κατασκευάζω μανιωδώς στρογγυλά αντικείμενα. Χωρίς αιχμές, κοιλότητες, προεξοχές και ασυμμετρίες. Όχι επειδή μου δίνουν κάποια αίσθηση ισορροπίας. Απεναντίας. Όσο πιο τέλεια στρογγυλά τόσο πιο άψογα κατρακυλάνε. 

Ζυγισμένα μαχαίρια, #3


Απόψε είδα ένα αεροπλάνο να πέφτει στη μέση της λίμνης. Δεμένη σαν πέπλο στα φτερά και στην ουρά του έσερνε τη νύχτα. Η κίνησή του ήταν αργή. Ώρες ολόκληρες έγραφε στον γαλάζιο θόλο μια μαύρη καμπύλη. Όταν βυθίστηκε εντελώς απλώθηκε ένα διαυγές σκοτάδι. Πλησίασα την όχθη και κοίταξα στο νερό. Ήταν πηχτό και κίτρινο και αντανακλούσε όλο μου το σώμα εκτός από το πρόσωπο.

Ζυγισμένα μαχαίρια, #2


Δε θυμόταν κανένα από εκείνα τα τοπία. Τα δέντρα, ο ορίζοντας, οι στέγες, τα μέτωπα των ανθρώπων, οι φωνές των αλεπούδων, όλα άγνωστα. Ήταν σαν να τα διέσχιζε για πρώτη φορά. Ωστόσο, καθώς προχωρούσε και το έδαφος άλλαζε σύσταση από δρόμο σε δρόμο το περπάτημά της αντιδρούσε. Στο κοκκινόχωμα τα βήματά της ήταν ανάλαφρα και βιαστικά, στην άμμο γίνονταν αργά και γεμάτα σιγουριά, στα πράσινα χαλίκια σέρνονταν σαν βασανισμένα και στη στάχτη στροβιλίζονταν χορευτικά. Έτσι ήταν καταδικασμένη να μην ξαποσταίνει καθόλου. Όλη τη μέρα και τη νύχτα οδοιπορούσε πάνω σε πρωτόγνωρα για τα μάτια και τα αφτιά της μονοπάτια. Ξυπόλητη γιατί η μνήμη είχε κατέβει στις πατούσες της.

Ζυγισμένα μαχαίρια, #1


Όποτε κάποιος την αγκάλιαζε το δέρμα της γέμιζε ραγάδες. Την επόμενη μέρα οι ραγάδες μετατρέπονταν σε μικρές τομές που οριοθετούσαν την περίμετρο της αγκαλιάς της. Τη μεθεπόμενη μέρα οι χαρακιές άρχιζαν να στάζουν αίμα και το χρώμα τους σκούραινε. Την τρίτη μέρα από τις σχισμές άρχιζαν να προβάλλουν μυτερές ξύλινες κορυφές. Την τέταρτη μέρα οι κορυφές μεγάλωναν και γίνονταν ολόκληρα κλαδιά. Την πέμπτη μέρα τα κλαδιά γέμιζαν φύλλα, μικρά λευκά λουλούδια και άγουρους καρπούς. Την έκτη μέρα από τα χέρια, το στήθος και την πλάτη της εξείχε πλέον μια ώριμη λεμονιά. Ο επόμενος που θα προσπαθούσε να την αγκαλιάσει έπρεπε να πλησιάσει με κλαδευτήρι. 

Καρχαρίας, #4


Το σπίτι του δεν έχει σκεπή ούτε πάτωμα. Έχει μόνο τέσσερις ετοιμόρροπους τοίχους χωρίς παράθυρα ύψους δώδεκα μέτρων. Κάθε φορά ανοίγει την πόρτα για να μπει αφού πρώτα αφήσει τα παπούτσια και το καπέλο του απ'έξω. Έτσι πατάει ξυπόλητος στο χώμα του σπιτιού του και το αφήνει το κεφάλι του να βρέχεται από τη βροχή του σπιτιού του. Στο κέντρο του τετράγωνου χώρου υπάρχει ένα πηγάδι. Το κέντρο του πηγαδιού είναι ο νοητός άξονας του ρολογιού του σπιτιού του, γύρω από τον οποίο περιφέρεται ακούραστα ο ίδιος παριστάνοντας το δείκτη δευτερολέπτων. Κάποιοι γείτονες που έχουν κρυφοκοιτάξει μέσα από τις ρωγμές των τοίχων, διαδίδουν ότι πριν από κάθε βήμα του γύρω από το πηγάδι απλώνει με αγωνία τα χέρια του μπροστά σαν να προσπαθεί να γραπώσει κάτι που τρέχει πάντα πιο γρήγορα από αυτόν, κάτι που δεν συμπίπτει ποτέ με την ωρολογιακή του θέση.

Καρχαρίας, #3


Κάνει συνέχεια ασυνάρτητες κινήσεις με το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό του. Κουνάει τους καρπούς αριστερά και δεξιά σε ανύποπτο χρόνο απότομα. Μαστιγώνει τον αέρα. Καμιά φορά χειρονομεί τόσο έντονα που του πέφτει το καπέλο ή ένα από τα δαχτυλίδια του σκαλώνει στο μεγάλο σκουλαρίκι της μύτης του. Όλοι στην πόλη πιστεύουν ότι τον ενοχλεί η ομίχλη. Λίγοι τον έχουν ακούσει να επιμένει ότι κάποτε τον ερωτεύτηκε μια μύγα.

Καρχαρίας, #2


Τις ημέρες ανάμεσα στα μισά του Απριλίου και στα μισά του Μαΐου κυκλοφορεί στα στενά πεζοδρόμια με τις πορτοκαλιές φορώντας αντιασφυξιογόνο μάσκα και κρατώντας σκούπα και φαράσι. Από νωρίς το απόγευμα ώσπου να σκοτεινιάσει σκουπίζει με ζήλο τους λευκούς πορτοκαλοανθούς από κάτω. Μαζεύει τα σκόρπια αρωματικά πέταλα σε μαύρες πλαστικές σακούλες, τις δένει καλά και τις πετάει μόνο σε κάδους που το καπάκι τους κλείνει ερμητικά. Μουρμορίζει ότι αυτή η βρωμοάνοιξη του σκίζει την καρδιά.

Καρχαρίας, #1


Περπατάει στους δρόμους τυλιγμένος σε μια πράσινη καμπαρντίνα. Στην πρώτη μαύρη γάτα που θα συναντήσει, βγάζει τα χέρια του από τις τσέπες, την κυνηγάει, την αρπάζει και τη φιλάει στο σημείο του κρανίου ανάμεσα στα αφτιά. Μετά εξαφανίζεται. Έχω ακόμα το σημάδι από την οδοντοστοιχία του. 

Σακραφλατία, #4


Κάποιος στο δρόμο διαλαλούσε εργαλείο "για να περνάτε την κλωστή απ'τη βελόνα" και εκείνη τη στιγμή πίστευα την κάθε λέξη του.

Σακραφλατία, #3


Αν ένα μεσημέρι καλοκαιριού περπατώντας σε κάποιο λιβάδι σκοντάψεις πάνω στο καβούκι μιας χελώνας, σταθείς, το αναποδογυρίσεις και αντί για τέσσερα πόδια, μια κοιλιά και ένα κεφάλι αντικρίσεις δεκάδες νεογέννητα γαλάζια σκουλήκια φωλιασμένα στο κούφιο κέλυφος να σέρνονται ράθυμα το ένα πάνω στο άλλο, τότε θα ξέρεις ότι έχεις περάσει τα σύνορα αυτής της χώρας και είσαι ήδη άρρωστος.

Σακραφλατία, #2


Λέγεται ότι όποιος έχει γεννηθεί εκεί, οφείλει πρώτα να κατασκευάσει και έπειτα να διατηρεί σε άψογη κατάσταση μια συλλογή από σκιάχτρα μινιατούρες. Αποτελούμενη από τουλάχιστον δώδεκα στελέχη. Δεν είναι απλή υπόθεση. Πρέπει καθημερινά με μια μικροσκοπική τσουγκράνα να χτενίζει τα κομματάκια άχυρου που απαρτίζουν το σώμα τους. Χρησιμοποιώντας μια σύριγγα με στόμιο σε μέγεθος κεφαλιού καρφίτσας να ανανεώνει την κόλλα ανάμεσα στα μέλη του σώματος κάθε φιγούρας. Με μια παραμάνα να συσφίγγει τους κόμπους μεταξύ των λεπτών νημάτων που σχηματοποιούν τα χέρια, τον κορμό, το κεφάλι των σκιάχτρων. Δύο φορές την εβδομάδα να αφαιρεί προσεκτικά τα βαμβακερά πουκάμισα που φοράνε τα σκιάχτρα ξεκουμπώνοντας ένα ένα με τη βοήθεια μικροσκοπίου τις χάντρες που λειτουργούν ως κουμπιά. Στη συνέχεια να τα πλένει με βραστό νερό και πράσινο σαπούνι και αφού στεγνώσουν, να τα σιδερώνει κάτω από μια πυρωμένη μεταλλική ξύστρα μολυβιών πριν να τα ξαναφορέσει στα σκιάχτρα του. Δεν είναι εύκολο έργο η φροντίδα μιας τέτοιας συλλογής. Ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συντηρητές έχουν μεγάλες μαύρες φτερούγες αντί για δάχτυλα. Λέγεται ότι όποιος έχει γεννηθεί εκεί, δεν έχει γνωρίσει ποτέ το φόβο. 

Σακραφλατία, #1


Ο ένας είχε ξυρίσει τα μισά του μαλλιά και με τα υπόλοιπα μισά είχε δεθεί γερά στον κορμό της άρρωστης καστανιάς έξω από το σπίτι των νεκρών γονιών του. Ο άλλος είχε περάσει ένα αγκίστρι στο πάνω χείλος του και αιωρούνταν κρεμασμένος σε μια τρίχα απ'τα μαλλιά του πρώτου στη μεγάλη γέφυρα πάνω από μια ξεραμένη λίμνη. Ο τρίτος είχε ξεκινήσει επιτέλους εκείνο το ταξίδι του για τη Σακραφλατία φορώντας τα παπούτσια που κατά λάθος έπεσαν από τα πόδια του δεύτερου και κουβαλώντας ένα τεράστιο καρβέλι από το αγαπημένο μας καλαμποκόψωμο για να σκορπάει ψίχουλα στις κάμπιες που τον τσιμπούσαν στο δρόμο. Ατένιζα το ταβάνι για πολλές μέρες αφότου διάβασα εκείνο το γράμμα των τριών παλιών μου φίλων και σκεφτόμουν πόσο σπουδαίο είναι να συντηρείς το παρελθόν στη φορμόλη ή τουλάχιστον σε καθαρό οινόπνευμα.

Για τί πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το κόκκινο χρώμα, #4


Τα βράδια καθόμασταν γύρω από το πορτατίφ του γραφείου με το κίτρινο φως. Έπαιρνε ο μεγαλύτερος από τους πέντε, πρώτος μπροστά του το τσίγκινο πιάτο κι έφτυνε μέσα του ένα ένα τα μαύρα κουκούτσια της μέρας που τελείωνε. Έπεφταν κάνοντας πρώτα μερικές σβούρες με δυνατή μεταλλική αντήχηση. Το πιάτο περνούσε δεξιόστροφα από χέρι σε χέρι μέχρι να φτάσει σε μένα. Σαν νεαρότερη αφού έφτυνα και τα δικά μου κουκούτσια στο πιάτο, πήγαινα και τα άδειαζα όλα στη γλάστρα με τα πέντε ηλιοτρόπιά μας. Μετά ο μεγαλύτερος μας έκανε νόημα να γυρίσουμε τα κεφάλια μας προς τον τοίχο. Συνήθως εγώ κρυφοκοιτούσα. Τα ηλιοτρόπια έσκυβαν τότε αργά μέχρι το χώμα, άνοιγαν το μικροσκοπικό τους στόμα και έτρωγαν τα κουκούτσια αμάσητα. Σε λίγα λεπτά σηκώνονταν και πάλι παριστάνοντας ότι κοιμούνται αλλά τα κουκούτσια πάντα έλειπαν. Όλα τα πρωινά τα ηλιοτρόπια μας ξυπνούσαν όρθια και τεντωμένα με όλη τους τη δύναμη προς το φως  που ανέτειλε στο μακρινό ορίζοντα. Έτσι περνούσαμε τις μέρες και τις νύχτες μας εγώ και τα τέσσερα αδέρφια μου. Ώσπου έφτασε εκείνη η δυστυχισμένη νύχτα, έπειτα από εκείνη την ευτυχισμένη μέρα, που κανείς μας δε βρήκε να φτύσει ούτε ένα κουκούτσι από τη μέρα του για να ταϊσει τους πέντε ήλιους στη γλάστρα. Αυτοί για εκδίκηση την ίδια νύχτα μάδησαν τα πέταλα τους. Το άλλο πρωί μας που μας ξύπνησαν είχαν τεντώσει τα φαλακρά τους κεφάλια προς τη σκοτεινή άβυσσο στο μαύρο χώμα. 

Για τί πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το κόκκινο χρώμα, #3


Στη γωνία του πάρκου απέναντι από το πρώτο μου σπίτι στεκόταν πάντα ένας τυφλός λαχειοπώλης. Είχε δύο χαίνουσες γκρίζες τρύπες εκατέρωθεν της μύτης του αντί για ίριδες και βλέφαρα. Όποτε τον πλησίαζε βήμα, κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια τον περαστικό και φώναζε: "το σκοτάδι όμως δε στο δίνω".

Για τί πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το κόκκινο χρώμα, #2


Καθώς τεντώθηκε να πιάσει το φλιτζάνι που του πρόσφερα, το κιμονό του ανασηκώθηκε απαλά, σαν μόλις να το φύσηξε μια σχεδόν απραγματοποίητη αύρα, και φάνηκε το χέρι του μέχρι τον αγκώνα . Ήταν καλυμμένο από φτερά παγωνιού.

Για τί πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το κόκκινο χρώμα, #1


Με πλησίασε αθόρυβα και κάθισε στη διπλανό κάθισμα χωρίς να με κοιτάξει. Ο θάλαμος αναμονής ήταν υπερφωτισμένος από μπλε λαμπτήρες νέον που διάσχιζαν σαν φλέβες τους τοίχους. Κάναμε ησυχία, σχεδόν κρατούσαμε την αναπνοή μας. Ο άδειος χώρος ήταν ικανός να αναπαράγει τον παραμικρό κρότο με ανεπιθύμητη αντήχηση. Περιμέναμε αμίλητοι και ανά διαστήματα κοιτούσαμε το πόμολο της πόρτας. Φορούσε στολή μίμου, ναυτικό κασκέτο, άσπρη χάρτινη μάσκα και χειρουργικά γάντια. Ακίνητος έμοιαζε σαν υπνωτισμένος με το βλέμμα ίσια μπροστά. Ακουμπούσε τους αγκώνες στα γόνατά του. Πρόσεξα ότι και τα δικά του γόνατα έτρεμαν. Οι λάμπες δίπλα μας αναπάντεχα αναβόσβηναν με τριγμούς. Το κρύο έβγαινε από την κλειδαρότρυπα της πόρτας. Έσφιγγα το δόντια, τα βλέφαρα και κατέβαζα το κεφάλι. Ξαφνικά σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος μπροστά μου. Έβγαλε αργά από την τσέπη του γιλέκου του ένα στηθοσκόπιο. Φόρεσε τα ακουστικά. Έπιασε τον αριστερό μου καρπό, το σήκωσε στο ύψος των σχισμών της μάσκας του για τα μάτια και ακούμπησε το παγωμένο μέταλλο στην παλάμη μου. Οι λάμπες έσβησαν, η πόρτα ακούστηκε να ανοίγει και το πάτωμα έγειρε προς τα πίσω καθώς άρχισε να δονείται όλο και πιο έντονα από εκατομμύρια καλπασμούς που ορμούσαν προς το μέρος μας. Έπεσα και σύρθηκα κάτω από την καρέκλα κρατώντας σφιχτά την άκρη από το στηθοσκόπιο. Ανάμεσα από τα ξύλινα πόδια της κρυψώνας μου παρατηρούσα πλοκάμια και μανδύες να με προσπερνάνε σε ρυθμικούς κυματισμούς. Εξακολουθούσα να κρατάω το στηθοσκόπιο. Η άλλη άκρη του εισχωρούσε ανάμεσα στο πλήθος με τις βεντούζες και τα χρωματιστά υφάσματα που κατρακυλούσε γύρω μου. Ο μίμος έλειπε. Τραβούσα με όλη μου τη δύναμη το πλαστικό καλώδιο για να τον σύρω προς το μέρος μου. Μέχρι που το έκοψα. Το πέταξα κάτω και δοκίμασα να βγω έξω. Όταν παραμέρισα την καρέκλα, κατάλαβα ότι ήμουν μόνη στο θάλαμο. Το πάτωμα ήταν και πάλι οριζόντιο. Άρχισε να βρέχει. Το ταβάνι ήταν διάτρητο. Σήκωσα το αριστερό μου χέρι για να προφυλαχτώ από το νερό. Είδα τις σταγόνες να περνάνε από μια κυκλική τρύπα στο κέντρο της παλάμης μου.

Vers un détonateur parfait, #4


Την πρώτη μέρα του φθινοπώρου στο αναμορφωτήριο οι καλόγριες μας πήγαιναν περίπατο στο ποτάμι. Πριν να στοιχηθούμε για να ξεκινήσουμε έδεναν στον δεξί αστράγαλο της καθεμιάς μας, με κόκκινο σπάγγο, ένα διάφανο μπαλόνι γεμάτο με νερό και ένα χρυσόψαρο. Για να φτάσουμε στις όχθες διασχίζαμε το καστανόδασος. Κάναμε πολύ θόρυβο όπως σέρναμε επίτηδες τα παπούτσια μας μέσα στα ξερά φύλλα και τα αγκάθια. Όταν κατηφορίζαμε στην κοίτη σηκώναμε τα φουστάνια μας μέχρι το γόνατο. Η ηγουμένη περνούσε με ένα χρυσό ψαλιδάκι και έκοβε τους κόκκινους σπάγγους από τα πόδια μας. Τα σφραγισμένα πλαστικά με τα χρυσόψαρα κατρακυλούσαν το ένα μετά το άλλο μέσα στο ποτάμι και επέπλεαν στην επιφάνεια. Σαράντα δύο πορτοκαλιές κουκίδες αιωρούνταν ελάχιστα πάνω από το νερό. Ακολουθούσαμε με τα μάτια τα φυλακισμένα ψάρια μέχρι που έστριβε το ρεύμα. Υπήρχε τότε η Γκάικε, ένα κορίτσι με βραχνή φωνή, φακίδες και κοντή πλεξούδα. Κάθε φορά άρχιζε μόνη της να διαδίδει ψιθυριστά ότι μετά από τη στροφή που εξαφάνιζε τα μπαλόνια με τα ψάρια, υπήρχαν τεράστια βράχια και ένας άγριος καταρράκτης. Οι πιο πολλές την κοροϊδεύαμε και μερικές την κοιτούσαν τρομαγμένες. Μετά κατεβάζαμε τα φουστάνια, στοιχιζόμασταν ξανά και ανηφορίζαμε το μονοπάτι προς τα πίσω. Γυρνούσαμε ακριβώς την ώρα της προσευχής. Νύχτωνε και η σιδερένια αυλόπορτα κλείδωνε κατευθείαν. Έστελναν τη Γκάικε τιμωρημένη στην απομόνωση και οι υπόλοιπες παίρναμε θέσεις για το βραδινό ψαλμό. Θυμάμαι ότι ήταν εκείνο κάθε χρόνο το μοναδικό βράδυ που ήταν αδύνατο να τραγουδήσω έστω και μία στροφή. Απλώς κουνούσα τα χείλη μου χωρίς ήχο φέρνοντας ξανά και ξανά ολοκάθαρα στο μυαλό μου την ίδια εικόνα : την ώρα που μιλούσε για βράχια και καταρράκτες στα γουρλωμένα μάτια της χόρευαν πορτοκαλιές ανταύγειες και τα μαλλιά της άστραφταν κατακόκκινα στο φως. 

Vers un détonateur parfait, #3


Έσφιγγε τις παλάμες του γύρω από τους βραχίονες των γυαλιών του σαν να έκανε μονόζυγο. Οι ώρες δεν περνούσαν, τα χρόνια περνούσαν. Οι σκιές από τα πιόνια γύρω του χάραζαν όμορφες ελλειπτικές τροχιές. Η δική του σκιά ακινητούσε υπό γωνία εκτός του οπτικού του πεδίου. Παρατηρούσε απορροφημένος τα ασπρόμαυρα πλακάκια που αντανακλούσαν τις κόκκινες σόλες απ'τα σκαρπίνια του. Χτύπησε δύο παλαμάκια για να μου επιστήσει την προσοχή. Του απηύθυνα δυο ανασηκωμένα φρύδια. Τα μάτια του άρχισαν να κάνουν ένα θόρυβο υγρού που κοχλάζει. Τράβηξε με δύναμη τα γυαλιά του προς τα πάνω και μετά προς τα μπροστά. Επανέλαβε την κίνηση πολλές φορές. Η προσπάθειά του παραμόρφωσε το σκελετό τους και γέμισε γρατζουνιές τη μύτη του. Ήταν πολύ γερά βιδωμένα στους κροτάφους του. Τελικά για να καταφέρει να βγάλει τα γυαλιά αναγκάστηκε να αποκολλήσει μαζί τους το τμήμα του κρανίου του από τα μάτια και πάνω. Από το υπόλοιπο κεφάλι του ξεχύθηκε στο δωμάτιο ένα σμήνος από τζιτζίκια. Ο βόμβος τους εξελισσόταν μαρτυρικός γύρω μας. Το πάτωμα έγινε πράσινο. Μόνο όταν και το τελευταίο τζιτζίκι πήδηξε πανηγυρικά έξω από το κεφάλι του, αυτός κάθισε κάτω οκλαδόν. Χτύπησε ξανά δύο παλαμάκια. Κατέβασα τα φρύδια και κοίταξα αλλού.

Vers un détonateur parfait, #2


Εκείνο το πουλί με το αχόρταγο στόμα που κάποτε έσκυψε και ράμφισε την καρδιά του.

Vers un détonateur parfait, #1


Έμενα σ'ένα δωμάτιο στον τρίτο. Επί δύο χρόνια τον έβλεπα να διασχίζει τη διάβαση κάτω από το παράθυρο μου ακριβώς στις οκτώ και τριάντα κάθε πρωί. Ένας μικροσκοπικός μεσήλικας που περνούσε προκλητικά απαρατήρητος. Υπερβολικά χαμηλό ανάστημα, λίγα εναπομείναντα μαλλιά, μεγάλα γυαλιά μυωπίας τετράγωνου σχήματος. Τσαλακωμένα ρούχα, βρώμικα παπούτσια, πλαστικός χαρτοφύλακας, γρήγορο βάδισμα. Φρόνιμος και συνεσταλμένος, σχεδόν φωσφόριζε από αδιαφορία για τα πάντα.  Η ενατένισή του, η συνέπειά με την οποία εμφανιζόταν, το προβλέψιμο παρουσιαστικό αποτελούσαν την καθημερινή μου δόση ασφάλειας. Είναι αλήθεια ότι η αριστερή του παλάμη βρισκόταν πάντα στην τσέπη του γιλέκου του, από όπου εξείχε ένας λεπτός αδιαφανής σωλήνας που κατέληγε στην τσέπη του παλτού. Είχα παρατηρήσει το μηχανισμό όταν αγόραζε εφημερίδα κάθε Κυριακή. Τον δυσκόλευε στις κινήσεις του. Ένα πρωί Δευτέρας σταμάτησε αναπάντεχα πριν τη διάβαση. Έκανε επί τόπου μια ακαριαία στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Κοίταξε προς τα πάνω. Ακίνητος κάτω από το ανοιχτό παράθυρό μου, εκστατικά σιωπηλός. Μεσολάβησαν είκοσι δευτερόλεπτα και μετά ανατινάχτηκε.

Des espaces autres, #4


Μακρυά σ'έναν άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά
Μίλτος Σαχτούρης

Ένα μεγάλο δέντρο, μάλλον βελανιδιά, στη μέση του σαλονιού μια τρύπα στο πάτωμα κι άλλη μια στο από πάνω του ταβάνι και στα κλαδιά του κρέμονται με κόκκινη κλωστή βαλσαμωμένα πουλιά. Δρύινο τραπέζι, μια πράσινη γραφομηχανή Brother, ένα ζευγάρι κοκκάλινα γυαλιά σε σχήμα πεταλούδα. Τραπουλόχαρτα κολλημένα στους τοίχους και κυκλικά αποκόμματα από το κουτί των Sante. Στα ράφια κρυστάλλινα ποτήρια με χρυσή γραμμή στο χείλος, ένα ζευγάρι παιδικά πάνινα παπούτσια, ένα ημερολόγιο του 87 γυρισμένο στον Απρίλιο και ένα καθρεφτάκι οδοντιάτρου. Παντού τρίχες. Λευκές, ξανθές, κόκκινες, πιο πολλές ολόμαυρες. Κάτι σκαλιστές βέργες που απολήγουν σε κεφαλάκια αλεπούδων. Μια χαμηλή πόρτα χωρίς πόμολο μόνο με κλειδαριά. Ένα φτερό παγωνιού σφηνωμένο στην κλειδαριά. Ένας τέλειος κύκλος ζωγραφισμένος με κάρβουνο στο μωσαϊκό μπροστά από την πόρτα. Ένα πυκνά υφασμένο αραχνόπανο γύρω και πάνω από όλα. Ίδια πλέξη με τα γάντια της. Φανερώνει όσα φανέρωναν κι εκείνα για τις αρθρώσεις των δακτύλων της. 

Des espaces autres, #3


Πριν κοιμηθούμε, δέναμε καινούργια συρματόσχοινα μήκους ενάμισι μέτρου σε σιδερένιες λάμες που τις καρφώναμε στο ταβάνι. Κρατιόμασταν από τις επενδυμένες με ύφασμα άκρες των σχοινιών και έτσι μπορούσαμε να περπατάμε και στους τοίχους τη νύχτα όταν υπνοβατούσαμε.

Des espaces autres, #2


Πάνω από το στρογγυλό τραπέζι του μπαλκονιού κρεμούσαμε πάντα ένα άδειο μεταλλικό κλουβί. Το ανοίγαμε μόνο στα γενέθλιά μας. Οι ηλικίες, λέγαμε, είναι σαν τα ωδικά πτηνά. Μέχρι να τους δώσεις όνομα, νερό και κανναβούρι, ψοφούν και πρέπει να τις θάψεις πάλι στην τριανταφυλλιά.

Des espaces autres, #1


Δίπλα στη γυάλα με το χρυσόψαρο τοποθετούσαμε πάντα μια ολόιδια, άδεια. 
Κάπου έπρεπε να φιλοξενηθεί τόση χαμένη μνήμη.